Παρασκευή 29 Σεπτεμβρίου 2017

Ομιλία του Σεβ. Μητροπολίτου Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου κ. Ευγενίου στην εκδήλωση προς τιμήν του Σεβ. Αρχιεπισκόπου Κρήτης κ. Ειρηναίου August 25, 2017


ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΣΕΒ. ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ

ΡΕΘΥΜΝΗΣ ΚΑΙ ΑΥΛΟΠΟΤΑΜΟΥ κ. ΕΥΓΕΝΙΟΥ

ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΙΜΗΝ

ΤΟΥ ΣΕΒ. ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΡΗΤΗΣ κ.κ. ΕΙΡΗΝΑΙΟΥ

ΔΙΑ ΤΗΝ ΔΕΚΑΕΤΙΑΝ ΤΗΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΥ ΔΙΑΚΟΝΙΑΣ

Ἡράκλειο, 23 Αὐγούστου 2017

Ἡ Ἱ­ε­ρά Ἐ­παρ­χια­κή Σύ­νο­δός μας, μοῦ ἀ­νέ­θε­σε νά ὁ­μι­λή­σω αὐ­τήν τήν ἐ­πί­ση­μη ὥ­ρα ἤ κα­λύ­τε­ρα, ὅ­πως προ­σω­πι­κά τό αἰ­σθά­νο­μαι, αὐ­τήν τήν ὄ­μορ­φη οἰ­κο­γε­νεια­κή μας ἑ­ορ­τή γιά τόν Ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πό μας, γιά τόν Πρῶ­το μας, ὄ­χι στό ἀ­ξί­ω­μα μέ κο­σμι­κή θω­ριά, ἀλ­λά στήν θυ­σί­α, στήν ἀ­γω­νι­στι­κό­τη­τα, στήν πνευ­μα­τι­κή ἀ­ξι­ω­σύ­νη, στήν ἀ­λη­θι­νή λε­βεν­τιά τῆς πι­στό­τη­τας καί τοῦ ἱ­ε­ροῦ χρέ­ους.

Στό κέ­λευ­σμα τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Ἐ­παρ­χια­κῆς μας Συ­νό­δου ὑ­πα­κού­ον­τας καί μέσα στό χρόνο πού μοῦ χαρίζει ἡ ἀγάπη τῶν ὑπό τήν προεδρία τοῦ ἁγίου Κισάμου Σεβασμίων Μελῶν τῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς γιά τήν Ὀργάνωση τῶν Τιμητικῶν αὐτῶν Ἐκδηλώσεων, τήν Ὁποία καί εὐχαριστῶ ἀπό καρδιᾶς, στέ­κο­μαι μπρο­στά σας γιά νά ἀρ­θρώ­σω λό­γο τι­μῆς στόν Ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πό μας γιά τήν συμ­πλή­ρω­ση δέ­κα καί πλέ­ον ἐ­τῶν δι­α­κο­νί­ας.

Νοι­ώ­θω τό­σο ἀ­μή­χα­να κυτ­τά­ζον­τάς Τον καί κυτ­τά­ζον­τάς σας καί ἀ­να­ρω­τι­έ­μαι. Τώ­ρα τί νά πῶ; Ἕ­νας ἄν­θρω­πος πού αἰ­σθά­νε­ται ἀμ­μό­λο­φος τί μπο­ρεῖ νά ψελ­λί­σει γιά τόν Ψη­λο­ρεί­τη; Μό­νο νά τόν θαυ­μά­ζει μπο­ρεῖ καί νά τόν κα­μα­ρώ­νει... Τί ἄλ­λο μπο­ρεῖ νά κά­νει ἀ­πό τό νά σκαρ­φα­λώ­νει κά­πο­τε στίς πλα­γι­ές του γιά νά γε­μί­σουν τά πνευ­μό­νια του ἀ­έ­ρα κα­θα­ρό, νά ἀ­νε­βαί­νει στήν κο­ρυ­φή του γιά νά ἀ­νοί­γε­ται ἡ σκέ­ψη καί ἡ μα­τιά του στούς ὁ­ρί­ζον­τες. Νά πιά­νει τό μί­το καί νά πο­ρεύ­ε­ται ὅ­που τόν πά­ει τό κου­βά­ρι, γιά νά βρεῑ, γιά νά βγεῑ, γιά νά μά­θει, γιά νά ζή­σει.

Κά­πως ἔ­τσι εἶ­μαι βέ­βαι­ος νοι­ώ­θει κα­θέ­νας μας ἐ­δῶ καί ὄ­χι μό­νο ἐ­γώ, ἀ­δύ­να­μος νά ψελ­λί­σει ὅ­σα ἡ καρ­διά αἰ­σθά­νε­ται καί ὑ­πα­γο­ρεύ­ει στή σκέ­ψη καί τό λό­γο. Αὐ­τήν τήν ἀ­δυ­να­μί­α λοι­πόν, πού γί­νε­ται δύ­να­μη, ἤλ­θα­με ἀ­πό­ψε νά κα­τα­στρώ­σο­με ὅ­λοι ἐ­μεῖς ἐ­δῶ σέ ἕ­να ἱ­ε­ρό κώ­δι­κα, βου­τών­τας τίς πέ­νες μας στῶν καρ­δια­κῶν μας χώ­ρων τά με­λα­νο­δο­χεῖ­α, γιά νά τό προ­σφέ­ρο­με στόν Ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πό μας, ἐ­λά­χι­στο ἀν­τι­δώ­ρη­μα φι­λο­πά­το­ρος εὐ­γνώ­μο­νος δι­α­θέ­σε­ως.

Σε­βα­σμι­ώ­τα­τε Ἅ­γι­ε Σε­βα­στεί­ας κ.κ. Δημήτριε, Ἐκ­πρό­σω­πε τῆς Αὐ­τοῦ Θει­ο­τά­της Πα­να­γι­ό­τη­τος, τοῦ Πα­τρός καί Πα­τριά­ρχου μας κ.κ. ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΥ, καί τῆς Μη­τέ­ρας μας Ἐκ­κλη­σί­ας.

Σεβασμιώτατε Ἅγιε Πέτρας, ἐκπρόσωπε τοῦ Μακαριωτάτου Πατριάρχου Ἀλξανδρείας κ.κ. ΘΕΟΔΩΡΟΥ τοῦ Κρητός.

Σε­βα­σμι­ώ­τα­τοι Ἅ­γιοι Ἀ­δελ­φοί.

Ἐν­τι­μό­τα­τοι Ἄρ­χον­τες καί ὅ­σοι ἐκ­προ­σω­πεῖ­τε ἀ­πό­ψε ἐ­δῶ τό Πλή­ρω­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας Κρή­της.

Θά ἤ­θε­λα ξε­κι­νών­τας, καί πρίν στρέ­ψω τόν λό­γο πά­λι σέ ἐ­σᾶς, νά μοῦ ἐ­πι­τρέ­ψε­τε νά ἀ­πευ­θυν­θῶ στόν τι­μώ­με­νο Ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πό μας, γιά νά τοῦ πῶ εὐ­θύς ἐ­ξαρ­χῆς.

Σε­βα­σμι­ώ­τα­τε, γνω­ρί­ζω κα­λά πώς ἀ­πό­ψε ὑ­πο­φέ­ρε­τε. Πώς ὅ­λα αὐ­τά πού λέ­γω καί πού θά πῶ στήν συ­νέ­χεια, στ᾿ αὐ­τιά Σας ἠ­χοῦν ἀ­νυ­πό­φο­ρα. Πώς θά προ­τι­μού­σα­τε νά μήν τά ἀ­κού­γα­τε, ἀ­κό­μη καί νά μήν γί­νον­ταν πο­τέ αὐ­τές οἱ ἐκ­δη­λώ­σεις γιά Σᾶς. Εἶ­ναι ἀ­λή­θεια ὅ­τι δέν τίς χρει­ά­ζε­σθε. Τίς χρει­α­ζό­μα­στε ὅ­μως ἐ­μεῖς. Τίς χρει­ά­ζε­ται ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μας. Καί πα­ρα­κα­λῶ νά τίς δε­χθεῖ­τε μέ τόν ἴ­διο τρό­πο πού πρίν λί­γα χρό­νια ὁ Γέ­ρον­τάς Σας, ὁ πο­λιός Κι­σά­μου καί Σε­λί­νου Εἰ­ρη­ναῖ­ος, τίς ἀν­τι­με­τώ­πι­ζε λέ­γον­τας χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά: «Μιά ἐκ­δή­λω­ση ὅ­μως σάν τήν ἀ­πο­ψι­νή μπο­ρεῖ νά ἑρ­μη­νευ­θεῖ σάν πε­ρι­αυ­το­λο­γί­α ἤ σάν μαρ­τυ­ρί­α. Ἡ ἰ­δι­ό­τη­τά μου καί ἡ ἡ­λι­κί­α μου δέν ἐ­πι­τρέ­πουν τήν πε­ρι­αυ­το­λο­γί­α. Ὁ Χρι­στός πα­ράγ­γελ­νε στούς Μα­θη­τές Του καί μα­ζί μ᾿ αὐτούς σέ ὅ­λους ἐ­κεί­νους πού θά Τόν ἀ­κο­λου­θοῦ­σαν στούς αἰ­ῶ­νες, νά μή ζη­τοῦ­νε ἀ­μοι­βές καί ἐ­παί­νους γιά αὐ­τό πού κά­νου­νε καί λέ­νε. Γι᾿ αὐ­τό σᾶς εἶ­πα ὅ­τι εἶ­χα καί ἔ­χω ἀ­κό­μη δι­σταγ­μούς γι᾿ αὐ­τήν τήν ἐκ­δή­λω­ση. Τήν ἀ­πο­δέ­χο­μαι ὅ­μως σάν Μαρ­τυ­ρί­α, μέ τήν ἔν­νοι­α πού τή δέ­χτη­καν πάν­τα οἱ ἄν­θρω­ποι τῆς πί­στης καί τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, γιά νά με­τα­δώ­σουν στούς ἄλ­λους ὄ­χι τά λό­για καί τά ἔρ­γα των, ἀλ­λά τά λό­για καί τά ἔρ­γα πού ὁ Θε­ός με­τα­φέ­ρει στόν κό­σμο μέ­σα ἀ­πό τήν καρ­διά καί τή ζω­ή των».

Μιά μαρ­τυ­ρί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας εἶ­ναι αὐ­τό πού γί­νε­ται καί ἀ­πό­ψε μέ πρω­το­βου­λί­α τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Ἐ­παρ­χια­κῆς Συ­νό­δου τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας Κρή­της, μιά παι­δα­γω­γί­α γιά ὅ­λους μας, καί ὄ­χι μί­α φι­λο­φρό­νη­ση, μί­α «πρόσ­ρη­σις ψι­λή», ὅ­πως θά ἔ­γρα­φε ὁ ἱ­ε­ρός Πα­τέ­ρας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, πού δέν ὠ­φε­λεῖ, ἀλ­λά πού ἀ­πό αὐ­τήν «μᾶλ­λον θό­ρυ­βος γί­νε­ται» καί μό­νο «ἀ­γά­πην γνη­σί­αν» δέν φα­νε­ρώ­νει.

Θά μπο­ρού­σα­τε, καί τό κά­νε­τε μέ τόν δι­κό Σας τρό­πο κα­θη­με­ρι­νά, νά ἐ­πα­να­λά­βε­τε τό παύ­λει­ο· «ἐ­μοὶ δὲ μὴ γέ­νοι­το καυ­χᾶ­σθαι εἰ μὴ ἐν τῷ σταυ­ρῷ τοῦ Κυ­ρί­ου ἡ­μῶν ᾿Ι­η­σοῦ Χρι­στοῦ, δι᾿ οὗ ἐ­μοὶ κό­σμος ἐ­στα­ύ­ρω­ται κἀ­γὼ τῷ κό­σμῳ» (Γα­λάτ. στ΄ 14). Θά μπο­ρού­σα­τε ἀ­κό­μη καί νά μέ δι­α­κό­ψε­τε, ἀλ­λά μήν τό κά­με­τε. Για­τί ἀ­πό­ψε τι­μοῦ­με τό πρό­σω­πό Σας καί συ­νά­μα τόν θε­σμό, ἀ­πό­ψε ὅ­λοι ἐ­μεῖς, στήν Ἀποστολική Ἐκκλησία τῆς Κρήτης, στήν ἡμιαυτόνομη Ἐκκλησία πού ἔχει τήν κανονική ἐξάρτηση της ἀπό τό Οἰκουμενικό μας Πατριαρχεῑο, στήν συν­τε­ταγ­μέ­νη μας Ἐκ­κλη­σί­α, ὅ­πως θά ἔ­λε­γε καί ὁ Γέ­ρον­τάς μου, ὁ μακαριστός Νεκτάριος, τι­μοῦ­με τόν Πρῶ­το μας καί τι­μού­μα­στε ταυ­τό­χρο­να ὅ­λοι. Ἄν θέ­λε­τε μπο­ρεῖ­τε νά τά ἀρ­νη­θεῖ­τε, ἀ­φοῦ καί ὁ λα­ός μας ὁ σο­φός τό προ­στά­ζει αὐ­τό μέ τόν τρό­πο του· «στόν ἄν­δρα δέν εἶ­ναι πρε­πό νά λέ­ει, νά καυ­χι­έ­ται· οἱ ἄλ­λοι νά τά δι­α­λα­λοῦν κι ἐ­κεῖ­νος νά τ᾿ ἀρ­νι­έ­ται»· ἀλ­λά ἀ­φῆ­στε μας πρῶ­τα νά τά δι­α­λα­λή­σο­με.

Θά ἤ­θε­λα λοιπόν, ξεκινώντας, νά Σᾶς ὑ­πεν­θυ­μί­σω μέ βα­θειά συγ­κί­νη­ση τά ὅ­σα ἔ­λε­γε σέ Ἐ­σᾶς, σα­ράν­τα δύ­ο χρό­νια πρίν, τήν 23η Φε­βρου­α­ρί­ου 1975, ἡ βα­θειά φω­νή ἑ­νός ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοῦ γί­γαν­τα, τοῦ Κρή­της Εὐ­γε­νί­ου, μέ­σα στόν Να­ό τοῦ Ἁ­η Κα­πε­τάν-Μη­νᾶ τοῦ Με­γά­λου Κά­στρου, κα­τά τήν με­γά­λη ὥ­ρα τῆς εἰς Ἐ­πί­σκο­πον χει­ρο­το­νί­ας Σας:

«Θε­ο­φι­λέ­στα­τε», Σᾶς ἔ­λε­γε ὁ Με­γά­λος Πρω­θι­ε­ράρ­χης, «Ἡ χα­ρά ἐκ τῆς ἀ­να­δεί­ξε­ως ὑ­πό τῆς Ἱ­ε­ρᾶς ἡ­μῶν Συ­νό­δου καί τῆς Πα­τρι­αρ­χι­κῆς Ἐ­ξαρ­χί­ας, διά παμ­ψη­φί­ας,... πλη­ροῦ­ται σή­με­ρον ὡς με­γά­λη χα­ρά τῆς Ἀ­πο­στο­λι­κῆς ἡ­μῶν Ἐκ­κλη­σί­ας, διά τῆς εἰς Ἐ­πί­σκο­πον χει­ρο­το­νί­ας τῆς Θε­ο­φι­λί­ας σου, τοῦ Ἐ­ψη­φι­σμέ­νου Μη­τρο­πο­λί­του τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μη­τρο­πό­λε­ως Κυ­δω­νί­ας καί Ἀ­πο­κο­ρώ­νου.

Συ­να­γάλ­λε­ται δ᾿ ἡ­μῖν καί ἡ ἐκ­θρε­ψα­μέ­νη σε εἰς τήν Ἱ­ε­ράν Ἐ­πι­στή­μην στορ­γι­κή πνευ­μα­τι­κή Τρο­φός, γε­ρα­ρά Ἱ­ε­ρά Θε­ο­λο­γι­κή Σχο­λή Χάλ­κης, καί ἡ Προ­κα­θη­μέ­νη τῆς ἀ­γά­πης τῶν κατ᾿ ἀ­να­το­λάς Ἐκ­κλη­σι­ῶν, Μή­τηρ Ἁ­γί­α τοῦ Χρι­στοῦ Με­γά­λη Ἐκ­κλη­σί­α, τοῦ σε­βα­σμί­ου σώ­μα­τος τῆς ὁ­ποί­ας ἀ­χώ­ρι­στον μέ­λος τυγ­χά­νει ἡ Ἐκ­κλη­σί­α Κρή­της, τι­μῶ­σα σε ὡς τέ­κνον Αὐ­τῆς πε­φι­λη­μέ­νον διά τῶν συλ­λει­τουρ­γούν­των Σε­βα­σμι­ω­τά­των Μη­τρο­πο­λι­τῶν ἐκ τῶν συγ­κρο­τούν­των τήν Ἁ­γί­αν καί Ἱ­ε­ράν Σύ­νο­δον, Σταυ­ρου­πό­λε­ως κ. Μα­ξί­μου - τοῦ πο­λυ­σε­βά­στου πνευ­μα­τι­κοῦ Πα­τρός καί σο­φοῦ Σχο­λάρ­χου σου - καί Κο­λω­νί­ας κ. Γα­βρι­ήλ.

Ἡ ἀρ­τί­α θε­ο­λο­γι­κή καί θύ­ρα­θεν κα­τάρ­τι­σίς σου, ἡ ἀ­ναμ­φι­σβή­τη­τος ὀρ­θό­δο­ξος πνευ­μα­τι­κό­της σου καί ἡ μέ­χρι τοῦ­δε ἐν τῇ Ἐκ­κλη­σί­ᾳ καί τῇ Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῇ Ἐκ­παι­δεύ­σει πλου­σί­α δι­α­κο­νί­α καί προ­σφο­ρά σου ἐ­πι­μαρ­τυ­ροῦ­σιν, ὅ­τι μέλ­λεις νά δι­α­κο­νή­σῃς θε­ο­φι­λῶς τῇ Ἐκ­κλη­σί­ᾳ ἐν τῇ λα­χού­σῃ σοι Θε­ο­σώ­στῳ ἐ­παρ­χί­ᾳ ὡς «ὁ Κα­λός Ποι­μήν», λα­όν τοῦ Θε­οῦ, ἔρ­γοις λάμ­που­σιν Ὀρ­θο­δο­ξί­ας, ὡς πι­στός Φύ­λαξ τῆς κα­νο­νι­κῆς τά­ξε­ως καί τῆς κοι­νῆς ἑ­νώ­σε­ως ἐν τῷ σώ­μα­τι τῆς Το­πι­κῆς ἡ­μῶν Ἐκ­κλη­σί­ας καί τοῦ Οἰ­κου­με­νι­κοῦ ἡ­μῶν Πα­τρι­αρ­χεί­ου, ὡς πι­στός Ἐκ­φρα­στής τῆς ἀ­λη­θεί­ας τῆς Μιᾶς ἐν ὅ­λῳ τῷ κό­σμῳ Ἐκ­κλη­σί­ας καί ὡς δι­ά­κο­νος τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς ἑ­νό­τη­τος, ἥ­τις, κα­τά τόν ἱ­ε­ρόν Χρυ­σό­στο­μον, ἀ­πο­τε­λεῖ τό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κόν στοι­χεῖ­ον τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ὑ­πό τήν πε­πνυ­μέ­νην ἡ­γε­σί­αν τῆς Α. Θει­ο­τά­της Πα­να­γι­ό­τη­τος, τοῦ Οἰ­κου­με­νι­κοῦ ἡ­μῶν Πα­τριά­ρχου κ.κ. Δη­μη­τρί­ου καί τῆς πε­ρί Αὐ­τόν Ἁ­γί­ας καί Ἱ­ε­ρᾶς Συ­νό­δου. (...) Μί­μη­σις Χρι­στοῦ καί μαρ­τυ­ρί­α αἰ­τεῖ­ται ἡ Ἐκ­κλη­σί­α νά εἶ­ναι ὁ Ἐ­πί­σκο­πος ἐν τῇ δι­α­κο­νί­ᾳ του διά τόν ἄν­θρω­πον. (...) Ἐν τῇ Ἐκ­κλη­σί­ᾳ πραγ­μα­το­ποι­εῖ­ται ἡ δό­ξα τοῦ Θε­οῦ ἐν ἀν­θρώ­ποις. Θε­ο­φι­λέ­στα­τε, Ἐν τῇ Πί­στει ταύ­τῃ βί­ω­σον τήν ἀρ­χι­ε­ρω­σύ­νην σου: «Κα­κο­πά­θη­σον ὡς κα­λός στρα­τι­ώ­της Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ» ἐν τῇ ἀ­πο­στο­λι­κῇ δι­α­κο­νί­ᾳ σου διά τόν λα­όν τοῦ Θε­οῦ... Ἐν τῇ πο­λυ­ευ­θύ­νῳ δέ ταύ­τῃ δι­α­κο­νί­ᾳ σου ἔ­χε πάν­το­τε κα­τά νοῦν καί τούς λό­γους τοῦ Ἁ­γί­ου Ἰ­γνα­τί­ου: «Οὐ­δέν μοι ὠ­φε­λή­σει τά τερ­πνά τοῦ κό­σμου. Κα­λόν μοι ἀ­πο­θα­νεῖν ἐν Χρι­στῷ Ἰ­η­σοῦ. Ἐ­κεῖ­νον ζη­τῶ τόν ὑ­πέρ ἡ­μῶν θα­νόν­τα. Ἐ­κεῖ­νον θέ­λω τόν δι᾿ ἡ­μᾶς Ἀ­να­στάν­τα». Ἡ Χά­ρις αὐ­τοῦ με­τά σοῦ».

Σκέ­πτο­μαι, στρέφοντας τόν λόγο σέ ἐσᾶς, ἀ­γα­πη­τοί συν­δαι­τη­μό­νες τῆς ἀ­πο­ψι­νῆς πνευ­μα­τι­κῆς μας συ­νε­στι­ά­σε­ως, πό­σο προ­φη­τι­κός ἀ­πο­δει­κνύ­ε­ται τε­λι­κά αὐ­τός ὁ λό­γος τέσ­σε­ρις δε­κα­ε­τί­ες με­τά. Γιά τόν δι­ά­δο­χό του καί ἄ­με­σο δι­ά­δο­χο τοῦ μα­κα­ρι­στοῦ Ἀρ­χι­ε­πι­σκό­που Τι­μο­θέ­ου, τόν 85ο στόν ἱ­ε­ρό κα­τά­λο­γο τῶν Μη­τρο­πο­λι­τῶν καί Ἀρ­χι­ε­πι­σκό­πων Κρή­της, τόν ἀ­πό Κυ­δω­νί­ας καί Ἀ­πο­κο­ρώ­νου Εἰ­ρη­ναῖ­ο τόν Ρε­θύ­μνιο. Σκέ­πτο­μαι ἀ­κό­μη πώς ὅ,τι ἔ­γι­νε ἀ­πό τό­τε κι ἔ­πει­τα, γιά ἐ­κεῖ­νον καί ἀ­πό ἐ­κεῖ­νον, σέ αὐ­τούς τούς ἄ­ξο­νες κι­νή­θη­κε, σέ αὐ­τά τά ἐ­φαλ­τή­ρια δο­κι­μά­σθη­κε, ἄν­τε­ξε, κα­τόρ­θω­σε, μέ αὐ­τά τά αἰ­ώ­νια ὑ­λι­κά οἰ­κο­δό­μη­σε ψυ­χές καί συ­νε­χί­ζει νά τό πράτ­τει ἀ­κού­ρα­στα.

Φυλλομετρώντας τό βι­βλί­ο τῆς ζω­ῆς του, πού μάλιστα σήμερα ἀπέκτησε τίτλο πού τοῦ ἔδωσε ὁ ἴδιος ὁ Πατριάρχης μας, ὀνομάζοντας το «Ὁ Θεός στήν Κρήτη» στό Σεπτό Πατριαρχικό μήνυμα πού κόμισε ὁ ἐκπρόσωπος Του Σεβ. Ἅγιος Σεβαστείας, στα­μα­τῶ σέ δυ­ό-τρεῖς μό­νο σε­λί­δες της, γιά νά σᾶς τίς προ­σφέ­ρω ὡς ἔ­ναυ­σμα γιά νά προ­ο­δεύ­ε­τε στήν ἀ­νά­γνω­σή του.

Πρώ­τη στά­ση σέ ἕ­να κε­φά­λαι­ο πού ἐ­πι­γρά­φε­ται «Κων­σταν­τι­νού­πο­λη - Χάλ­κη - Ἱ­ε­ρά Θε­ο­λο­γι­κή Σχο­λή». Ἠ­χοῦ­σαν ἀ­κό­μη, ὅ­ταν τό 1953 ἀ­νέ­βαι­νε στό Λό­φο τῆς Ἐλ­πί­δος στήν ἐ­ρα­τει­νή Χάλ­κη, οἱ λό­γοι τοῦ Μη­τρο­πο­λί­του Ἰ­κο­νί­ου Ἰ­α­κώ­βου, κα­τά τήν ἀ­νά­λη­ψη τῶν κα­θη­κόν­των του ὡς Σχολάρχου δύ­ο χρό­νια πρίν ἐ­νώ­πιον τοῦ Πα­τριά­ρχη Ἄ­θη­να­γό­ρα: «Κα­τά τήν ἐ­πί­ση­μον δέ ταύ­την στιγ­μήν δι­α­βε­βαι­οῦ­μαι ὅ­τι οὐ­δε­νός θέ­λω φει­σθῇ κό­που καί μό­χθου πρός δι­καί­ω­σιν τῶν ἐπ᾿ ἐ­μέ στη­ρι­χθει­σῶν ἐλ­πί­δων τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, οὐ­δε­μί­αν θέ­λω ἀ­πο­φύ­γει θυ­σί­αν πρός πραγ­μά­τω­σιν τοῦ ὑ­πό τῆς Τρο­φοῦ Σχο­λῆς στο­χα­ζο­μέ­νου ἱ­ε­ροῦ σκο­ποῦ, τοῦ κα­ταρ­τι­σμοῦ δη­λο­νό­τι ψυ­χι­κῶς καί πνευ­μα­τι­κῶς κλη­ρι­κῶν ἀ­ξί­ων της κλή­σε­ως αὐ­τῶν, κλη­ρι­κῶν δι­α­πνε­ο­μέ­νων ὑ­πό πνεύ­μα­τος Χρι­στοῦ, (...) προ­θύ­μων νά θυ­σι­ά­σω­σι τό πᾶν πρός ἐ­ξυ­πη­ρέ­τη­σιν τοῦ πλη­σί­ον...». Καί αὐ­τοί οἱ λό­γοι βρῆ­καν τήν δι­καί­ω­σή τους καί στό πρό­σω­πο τοῡ Ἄρ­χι­ε­πι­σκό­που μας, πού τούς ἔ­κλει­σε βα­θειά στήν ψυ­χή του, πού τούς ἐν­στερ­νί­στη­κε.

Ἑ­ξήν­τα χρό­νια πέ­ρα­σαν ἀ­πό τό 1957, ἀ­πό τήν ὁ­λο­κλή­ρω­ση τῶν σπου­δῶν Του στή Χάλ­κη, κι ἐ­κεῖ­νος εἶ­ναι σάν ἐ­κεί­νην τήν ὥ­ρα πού κα­τέ­βαι­νε τά σκα­λο­πά­τια τῆς Σχο­λῆς, ἕ­τοι­μος νά ἀ­νοι­χθεῖ σέ ὁ­ρί­ζον­τες προ­σφο­ρᾶς θυ­σι­α­στι­κῆς, ὅ­πως ἔ­μα­θε ἀ­πό τό ἦ­θος τῆς Μη­τέ­ρας Ἐκ­κλη­σί­ας, ὅ­πως δι­δά­χθη­κε σέ ἐ­κεῖ­να τά ἁ­γι­α­σμέ­να ἕ­δρα­να.

Δεύ­τε­ρη στά­ση στό κε­φά­λαι­ο πού ἐ­πι­γρά­φε­ται «Πί­σω στήν Κρή­τη». Κά­πο­τε, με­τά τήν δι­α­κο­νί­α Του στήν Ἀγ­γλί­α, μα­κριά ἀ­πό τήν πα­τρί­δα, ἦλ­θε στήν Κρή­τη ἤ μᾶλ­λον ἐ­πέ­στρε­ψε, ὅ­πως ὅ­λοι, ξέ­νοι καί δι­κοί, πού ἐ­δῶ στήν Κρή­τη μας δέν ἔρ­χον­ται ἀλ­λά ἐ­πι­στρέ­φουν.

Καί ἀ­φουγ­κρά­στη­κε ἕ­να φλο­γε­ρό κή­ρυ­κα πού ξε­σή­κω­νε συ­νει­δή­σεις, τόν Κι­σά­μου Εἰ­ρη­ναῖ­ο, νά λέ­ει: «Γιά ὅ­λη τήν ἀν­θρω­πό­τη­τα ὁ Χρι­στός στά­θη­κε ὁ ἐν­σαρ­κω­μέ­νος Λό­γος τοῦ Θε­οῦ, ὁ Θε­άν­θρω­πος· καί γιά τήν Κρή­τη ὁ Χρι­στός ἐν­σαρ­κώ­θη­κε... Κρη­τι­κός· Ἀμ­πε­λουρ­γός, Ζευ­γᾶς, Ποι­μέ­νας, Σύν­τε­κνος καί Κα­πε­τά­νιος. Ἀ­λέ­τρι­σε μέ τό Εὐ­αγ­γέ­λιό Του τό γό­νι­μο χω­ρά­φι τῆς κρη­τι­κῆς ψυ­χῆς, ἡ­μέ­ρω­σε μέ τή λα­τρεί­α Του τ᾿ ἄ­γρια πα­λι­κά­ρια τῶν βου­νῶν μας, κά­θι­σε μου­σα­φί­ρης στό σκα­μνί μας, τρα­γού­δη­σε στή λύ­ρα μας πά­νω ἀ­πό τά κά­στρα καί τά μο­να­στή­ρια τοῦ με­γά­λου νη­σιοῦ, στά­θη­κε προ­μά­χος μας». Καί ἔ­γι­νε τότε ἀ­κό­λου­θός Του σέ μιά πο­ρεί­α, σέ μιά ἱ­ε­ρα­πο­δη­μί­α, σέ μιά ἱ­ε­ρα­πο­στο­λή, πού φθά­νει ἕ­ως τήν ὥ­ρα τού­τη καί μέ­χρι νά θέ­λει ὁ Θε­ός.

Καί ἔ­μα­θε κον­τά του νά αἰ­σθά­νε­ται καί νά λέ­ει αὐ­τό πού συ­χνά ἐ­κεῖ­νος ἐ­πα­να­λάμ­βα­νε: «Πό­σο μοῦ ἀ­ρέ­σουν οἱ ἄν­θρω­ποι πού κρα­τοῦν στόν ἕ­να ὤ­μο τόν Σταυ­ρό καί στόν ἄλ­λο τήν ἀ­γά­πη! Κεῖ­νοι πού πί­νουν ἀ­δι­ά­κο­πα ἀ­πό τό πο­τή­ρι τῆς πί­κρας καί ὅ­μως μι­λοῦν πάν­τα μέ ὡ­ραί­α λό­για. Κεῖ­νοι πού ζοῦ­νε σέ ἕ­να κα­μί­νι πυ­ρω­μέ­νο καί ὅ­μως τρα­γου­δοῦν γιά τόν Θε­ό. Κεῖ­νοι πού πο­νοῦν ἴ­σως στήν λά­σπη καί στίς σκλη­ρές πέ­τρες τῶν δρό­μων τῆς ζω­ῆς, μά τά μά­τια τῆς ψυ­χῆς τους εἶ­ναι στραμ­μέ­να στά ὑ­περ­κό­σμια ὁ­ρά­μα­τα καί στόν Θε­ό!».

Καί ξε­κί­νη­σε μιά στρά­τα ζω­ῆς, κυτ­τά­ζον­τας τήν μιά ψη­λά στόν οὐ­ρα­νό, στόν Θε­ό, ζη­τών­τας νά τοῦ γνω­ρί­σει τήν ὁ­δόν Του γιά νά πο­ρεύ­ε­ται (πρβλ. Ψαλμ. ρμβ΄ 8), καί τήν ἄλ­λη κυτ­τά­ζον­τας στήν γῆ, στόν ἄν­θρω­πο, γιά νά τοῦ πεῖ μέ τά λό­για πά­λι τοῦ γέ­ρον­τα Εἰ­ρη­ναί­ου: «Θέ­λω νά ἔρ­θω νά σέ βρῶ, ὦ ἅ­γιο θῦ­μα τῆς ζω­ῆς, ἄν­θρω­πε τῆς θυ­σί­ας καί τῆς προ­σφο­ρᾶς, καί νά σέ ἀ­σπα­στῶ στό φω­τει­νό σου, μαρ­τυ­ρι­κό μέ­τω­πο. Ἄν εἶ­σαι τα­πει­νός ἄν­θρω­πος καί εἶ­σαι σκυμ­μέ­νος στό χω­ρά­φι σου, στό ἐρ­γα­στή­ρι σου, στό νοι­κο­κυ­ριό, στό γρα­φεῖ­ο σου καί μο­χθεῖς καί δι­α­κο­νεῖς καί θυ­σι­ά­ζε­σαι ἀ­θό­ρυ­βα καί τα­πει­νά γιά τό κα­λό τῶν ἄλ­λων, τό­τε κά­νε πι­στά τήν σι­ω­πη­λή σου θυ­σί­α καί νά εἶ­σαι σί­γου­ρος ὅ­τι θά ἔρ­θει ἡ ἀ­να­γνώ­ρι­ση. Τό ΦΩΣ θά λάμ­ψει καί ἡ ΑΡΕΤΗ θά θρι­αμ­βεύ­σει».

Μιά τρίτη στάση ἐπιχειροῦμε στό κεφάλαιο πού ἐπιγράφεται «Ὕπαρξη Θεοειδής – Πολιτεία Ἀγγελοειδής». Σ᾿ αὐτό καταγράφεται πῶς ὁ Ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πός μας ἔ­κα­νε ὅ­λη τήν ζω­ή του λι­τή καί Λι­τή. Ζω­ή πού ἐ­πι­δέ­χε­ται τό ἐ­πί­θε­το «λι­τή», μέ τήν ἔν­νοι­α τῆς λι­τό­τη­τας, πού ἔ­χει γί­νει ταυ­τό­ση­μη μα­ζί του, ἀλ­λά καί μέ τήν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή ἐ­κεί­νη ἔν­νοι­α τῆς Λι­τῆς, τοῦ οὐ­σι­α­στι­κοῦ πού πα­ρά­γε­ται ἀ­πό τό ρῆ­μα «λί­το­μαι», πού ση­μαί­νει «ἱ­κε­τεύ­ω» καί «θερ­μο­πα­ρα­κα­λῶ», τῆς ἀ­έ­να­ης ἐ­κεί­νης λι­τα­νευ­τι­κῆς πομ­πῆς ἀ­πό τό Ἅ­γιο Βῆ­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας στόν Νάρ­θη­κα τῆς ἀν­θρώ­πι­νης κοι­νω­νί­ας γιά νά εὐ­λο­γη­θεῖ ἡ τρά­πε­ζα τῶν ἄρ­των πού θά χορ­τά­σει τόν πνευ­μα­τι­κό μας λι­μό καί θά θρέ­ψει, ὡς οὐ­ρά­νιο μάν­να στήν ἐ­ρη­μη­τι­κή πο­ρεί­α τοῦ κό­σμου, τίς ὑ­πάρ­ξεις μας.

Ὁ Ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πος Εἰ­ρη­ναῖ­ος, ἔ­χον­τας βα­θειά τήν συ­ναί­σθη­ση τῆς εὐ­θυ­νο­φό­ρου δι­α­δο­χῆς τοῦ Ἀ­πο­στό­λου τῶν Ἐ­θνῶν καί τοῦ νη­σιοῦ μας, Παύ­λου, καί τοῦ συ­νεκ­δή­μου του, Ἀ­πο­στό­λου καί Πρω­τε­πι­σκό­που τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας, Τί­του, συ­νε­χί­ζει τό δι­κό τους ἱ­ε­ρα­πο­στο­λι­κό ἔρ­γο, ἱ­ε­ρουρ­γών­τας μυ­στι­κά στίς καρ­δι­ές μας τό Μυ­στή­ριο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί καλ­λι­ερ­γών­τας τήν ἄμ­πε­λο τῆς Κρη­τι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί σπεί­ρον­τας ἀ­έ­να­α τόν λό­γο τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου ἄλ­λο­τε «εἰς τὴν γῆν τὴν ἀ­γα­θήν» καί ἄλ­λο­τε «ἐ­πὶ τὴν πέ­τραν» (πρβλ. Λουκ. η΄ 5-8), μέ τήν πε­ποί­θη­ση ὅ­τι «Θε­οῦ γάρ ἐ­σμεν συ­νερ­γοί» (Α΄ Κορ. γ΄ 9) στό γε­ώρ­γιό Του καί Ἐ­κεῖ­νος εἶ­ναι πού τε­λι­κά αὐ­ξά­νει καί καρ­πο­φο­ρεῖ.

Ὀ Ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πος Εἰ­ρη­ναῖ­ος, ἔ­τσι τό αἰ­σθά­νο­μαι, ἔ­τσι τό βλέ­πω καί ἔ­τσι τό κα­τα­θέ­τω στήν ἀ­γά­πη σας, κρα­τᾶ στό ἕ­να του χέ­ρι πό­τε τήν ἀ­ξί­να καί πό­τε τό πο­τι­στή­ρι καί στό ἄλ­λο ἕ­να εἰ­λη­τά­ριο μέ ἀ­πο­θη­σαυ­ρι­σμέ­νο τόν παύ­λει­ο λό­γο πού ἀ­πε­στά­λη «πρός Τί­τον» κά­πο­τε καί πρός τούς Κρῆ­τες δι­α­χρο­νι­κά. Ἀ­πό ἐ­κεῖ δι­α­βά­ζει καί ἀ­πό ἐ­κεῖ μᾶς νου­θε­τεῖ: «Σὺ δὲ λά­λει ἃ πρέ­πει τῇ ὑ­γι­αι­νο­ύ­σῃ δι­δα­σκα­λί­ᾳ. Πρε­σβύ­τας νη­φα­λί­ους εἶ­ναι, σε­μνο­ύς, σώ­φρο­νας, ὑ­γι­α­ί­νον­τας τῇ πί­στει, τῇ ἀ­γά­πῃ, τῇ ὑ­πο­μο­νῇ. Πρε­σβύ­τι­δας ὡ­σα­ύ­τως ἐν κα­τα­στή­μα­τι ἱ­ε­ρο­πρε­πεῖς, ... κα­λο­δι­δα­σκά­λους, ἵ­να σω­φρο­νί­ζω­σι τὰς νέ­ας φι­λάν­δρους εἶ­ναι, φι­λο­τέ­κνους, σώ­φρο­νας, ἁ­γνάς, οἰ­κου­ρο­ύς, ἀ­γα­θάς... Τοὺς νε­ω­τέ­ρους ὡ­σα­ύ­τως πα­ρα­κά­λει σω­φρο­νεῖν, πε­ρὶ πάν­τα σε­αυ­τὸν πα­ρε­χό­με­νος τύ­πον κα­λῶν ἔρ­γων...» (Τίτ. α΄ 1-7).

Ὀ Ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πος Εἰ­ρη­ναῖ­ος κά­νει πρά­ξη δια­ρκῶς τούς στί­χους τοῦ τρα­γου­διοῦ πού τόν χα­ρα­κτη­ρί­ζει, γι᾿ αὐ­τό καί τό ἀ­γα­πᾶ καί τό σι­γο­τρα­γου­δᾶ συ­χνά-πυ­κνά: «Ν᾿ ἀ­γα­πᾶς τά βου­νά καί τά πέ­λα­γα, τούς γνω­στούς καί τούς ἄ­γνω­ρους τό­πους, τά που­λιά, τά λου­λού­δια, τά σύν­νε­φα, καί πο­λύ ν᾿ ἀ­γα­πᾶς τούς ἀν­θρώ­πους. Τά θε­ριά ν᾿ ἀ­γα­πᾶς καί τ᾿ ἀ­νή­με­ρα, τά νη­σιά, τά πο­τά­μια, τ᾿ ἀ­στέ­ρια. Κι ἄν πο­τέ σέ πλη­γώ­σουν κα­τά­στη­θα φί­λοι, ἀ­γρί­μια, λευ­κά πε­ρι­στέ­ρια, ν᾿ ἀ­γα­πᾶς, νά ξε­χνᾶς καί νά χαί­ρε­σαι τή δι­κή σου γα­λή­νη καί κεῖ­να πού μ᾿ ἀ­γά­πη τό νοῦ μας φω­τί­ζου­νε, καί βλα­σταί­νουν ἀ­μά­ραν­τα κρί­να».

Τό γνή­σια ἀ­σκη­τι­κό καί ὅ­λο τα­πεί­νω­ση πρό­σω­πό Του φα­νε­ρώ­νει πώς στό ἔργο τοῦ εὐαγγελισμοῦ τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ ὑ­πάρ­χουν πρό­σω­πα πού μέ τό νη­πτι­κό καί κα­θα­ρό βλέμ­μα τους σα­γη­νεύ­ουν καί πού μέ τή φω­νή τους, ὅ­σο ἰ­σχνή καί ἄν φαί­νε­ται, κα­θη­λώ­νουν καί πα­ρα­πέμ­πουν σέ μιά ἄλ­λη φω­νή, αὐ­τήν πού ἐ­ξέρ­χε­ται ἀ­πό τά τα­μι­εῖ­α τῶν ψυ­χῶν, αὐ­τή πού ἐ­γεί­ρει σώ­μα­τα καί ἀ­να­σταί­νει συ­νει­δή­σεις. Δέν ξέ­ρω ἐ­άν ἀ­κου­σθεῖ ὑ­περ­βο­λι­κό, ἀλ­λά αἰ­σθά­νο­μαι βα­θειά πώς ὁ Ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πος ἔ­χει ἐ­νω­τι­σθεῖ ἐ­κεῖ­νον τόν εὐ­αγ­γε­λι­κό λό­γο καί ἀ­γω­νί­ζε­ται νά εἶ­ναι εὐ­θυ­γραμ­μι­σμέ­νος σέ αὐ­τόν: «ὃς δ᾿ ἂν ποι­ή­σῃ καὶ δι­δά­ξῃ, οὗ­τος μέ­γας κλη­θή­σε­ται ἐν τῇ βα­σι­λε­ί­ᾳ τῶν οὐ­ρα­νῶν» (Ματθ. ε΄ 19). Γι᾿ αὐ­τό καί γί­νε­ται πυ­ξί­δα σέ τού­τους τούς και­ρούς, πού χά­νο­με εὔ­κο­λα τόν προ­σα­να­το­λι­σμό μας. Γι᾿ αὐτό καί γίνεται τόπος καί τρόπος προσωπικῆς συνάντησης σέ τούτους τούς καιρούς πού καταφέραμε νά μήν συναντιόμαστε οὔτε μέ τόν ἑαυτό μας τόν ἴδιο.

Μετά ἀπό αὐτές τίς στάσεις, σκέ­πτο­μαι, προ­σπα­θών­τας νά ἀ­πα­ριθ­μή­σω, μέ­σα μου πρῶ­τα καί ἔ­πει­τα ἐ­νώ­πιόν σας, τίς ἀ­ρε­τές τοῦ Ἀρ­χι­ε­πι­σκό­που μας, πώς ἴ­σως τό κα­λύ­τε­ρο σχῆ­μα μοῦ τό προ­σφέ­ρει ἐ­κεῖ­νος ὁ μέ­γας παι­δα­γω­γός τῆς ἐ­ρή­μου, ὁ Ὅ­σιος Ἰ­ω­άν­νης «τῆς Κλί­μα­κος», μέ τούς ἀ­να­βαθ­μούς τῆς ἁ­γί­ας συγ­γρα­φῆς του, πού ἀ­νε­βά­ζουν στόν οὐ­ρα­νό. Θέ­λω νά βλέ­πω τόν Γέ­ρον­τα τῆς Κρη­τι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ὡς ἕ­να ἀ­πό ἐ­κεί­νους τούς με­λα­νο­χί­τω­νες πού ἔ­χουν φθά­σει στό ὑ­ψη­λό­τε­ρο σκα­λο­πά­τι, με­τά ἀ­πό ἀ­γῶ­να μιᾶς ὁ­λό­κλη­ρης ζω­ῆς, με­τά ἀ­πό πτώ­σεις καί ἀ­να­στά­σεις, μέ­σα ἀ­πό λύ­πες καί χα­ρές, «διὰ δό­ξης καὶ ἀ­τι­μί­ας, διὰ δυ­σφη­μί­ας καὶ εὐ­φη­μί­ας, ὡς πλά­νοι καὶ ἀ­λη­θεῖς, ὡς ἀ­γνο­ο­ύ­με­νοι καὶ ἐ­πι­γι­νω­σκό­με­νοι, ... ὡς παι­δευ­ό­με­νοι καὶ μὴ θα­να­το­ύ­με­νοι, ὡς λυ­πο­ύ­με­νοι ἀ­εὶ δὲ χα­ί­ρον­τες, ὡς πτω­χοὶ πολ­λοὺς δὲ πλου­τί­ζον­τες, ὡς μη­δὲν ἔ­χον­τες καὶ πάν­τα κα­τέ­χον­τες» (Β΄ Κορ. στ΄ 8-10).

Ἀ­να­φέ­ρω μο­νο­λε­κτι­κά με­ρι­κά ἀ­πό αὐ­τά τά σκα­λο­πά­τια πού τόν ὁ­δή­γη­σαν ψη­λά καί ὁ κα­θέ­νας μας ἀ­πό τήν προ­σω­πι­κή του ἐμ­πει­ρί­α, ἀ­πό τήν γεύ­ση τῆς σχέ­σε­ώς του μέ τόν Ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πο, θά ἔ­χει τήν εὐ­χέ­ρεια συ­νειρ­μι­κά νά αἰ­σθαν­θεῖ πώς δέν λα­θεύ­ο­με ὅ­ταν λέ­με πώς σέ ὅ­λα αὐ­τά τά σκα­λο­πά­τια, σέ ἄλ­λο λι­γό­τε­ρο καί σέ ἄλ­λο πε­ρισ­σό­τε­ρο, ἔ­κα­νε τή στά­ση του, ἔ­δω­σε καί πῆ­ρε, προ­πάν­των ἀ­ξι­ο­ποί­η­σε, ἕ­τοι­μος πάν­τα γιά τό ἑ­πό­με­νο. Ἀ­πο­τα­γή, ξε­νι­τεί­α, ὑ­πα­κο­ή, με­τά­νοι­α, χα­ρο­ποι­ό πέν­θος, ἀ­μνη­σι­κα­κί­α, σι­ω­πή, ἁ­γνεί­α, ἀ­φι­λαρ­γυ­ρί­α, ἀ­γρυ­πνί­α, πρα­ό­τη­τα, ἁ­πλό­τη­τα, τα­πει­νο­φρο­σύ­νη, δι­ά­κρι­ση, ἱ­ε­ρά ἡ­συ­χί­α, προ­σευ­χή, ἀ­πά­θεια, ἀ­γά­πη, ἐλ­πί­δα, πί­στη.

Ὅ­λα αὐ­τά καί μα­ζί οἱ λέ­ξεις ἀ­νι­δι­ο­τέ­λεια, ἱ­ε­ρο­πρέ­πεια, σο­βα­ρό­τη­τα καί σε­μνό­τη­τα, στό Λε­ξι­κό τῶν συ­νώ­νυ­μων τῆς σκέ­ψης μας συγ­κλί­νουν σέ ἕ­να ὄ­νο­μα: «Κρή­της Εἰ­ρη­ναῖ­ος».

Κρή­της Εἰ­ρη­ναῖ­ος. Εἰ­ρη­νι­κός καί εἰ­ρη­νευ­τής, εἰ­ρη­νό­φι­λος καί εἰ­ρη­νι­στής, εἰ­ρη­νο­ποι­ός καί εἰ­ρη­νό­δω­ρος, εἰ­ρη­νο­φύ­λα­κας καί εἰ­ρη­νο­δό­της, εἰ­ρη­νώ­νυ­μος κα­τά τήν κλή­ση Του, πού ταί­ρια­σε τό­σο ἁρ­μο­νι­κά, θαρ­ρεῖς ἀ­πό πάν­τα, μέ τό χα­ρα­κτῆ­ρα Του.

Κρή­της Εἰ­ρη­ναῖ­ος. Μί­α ἐ­λε­ή­μων καρ­διά πού δέν κρα­τᾶ τί­πο­τε γιά τόν ἑ­αυ­τό Του. Ὅ­λα γιά τούς ἀ­ναγ­κε­μέ­νους, γιά τούς ἐ­λά­χι­στους ἀ­δελ­φούς τοῦ Χρι­στοῦ, στούς ὁ­ποί­ους δέν δί­δει, ἀλ­λά δί­δε­ται.

Κρή­της Εἰ­ρη­ναῖ­ος. Ἕνας Δάσκαλος πού διδάσκει πώς νά βλέπεις στά μάτια τοῦ συνανθρώπου τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ χωρίς διακρίσεις καί ἀποκλεισμούς καί πώς, ὅπως θά ἔλεγε καί ὁ ποιητής « Ὁ Θεάνθρωπος Κύριος (ἔγινε) ὁ πρῶτος ξενιτεμένος, ἀνέστιος καί ἀλληλέγγυος γιά τήν ἀγάπη (αὐτοῦ) τοῦ συνανθρώπου Του». ( Ἐμμ. Δουνδουλάκης, Δεσμά ὑποβρύχια). Καί ἔτσι τελικά μετά ἀπό αὐτό τό μάθημα ζωῆς νά ραγίζεις ἤ ἀκόμη καλύτερα νά θρυμματίζεις, νά κονιορτοποιεῑς τή σκληροκαρδία σου.

Κρή­της Εἰ­ρη­ναῖ­ος. Ἕ­νας ἀ­ει­κί­νη­τος ἄν­θρω­πος πού χά­νε­ται ἀ­νά­με­σά μας κι αὐ­τό τόν ἀ­να­δει­κνύ­ει πε­ρί­βλε­πτο, ἕ­νας ἀν­θρω­πος πού αὐ­το­μει­ώ­νε­ται δια­ρκῶς καί ὅ­μως προ­σθέ­τει, πού λι­γο­στεύ­ει καί ταυ­τό­χρο­να αὐ­ξά­νε­ται ὁ ἴ­διος πνευ­μα­τι­κά καί αὐ­ξά­νει τήν ἐ­κλο­γά­δα πού τοῦ ἐμ­πι­στεύ­θη­κε ὁ Θε­ός.

Κρή­της Εἰ­ρη­ναῖ­ος. Συνεχίζοντας τή μελέτη τοῡ βι­βλί­ου τῆς ζω­ῆς του νο­μί­ζεις πώς δι­α­βά­ζεις «Φι­λο­κα­λί­α», «Εὐ­ερ­γε­τι­νό», «Γε­ρον­τι­κό». Ἕ­νας ἀβ­βᾶς τοῦ Γε­ρον­τι­κοῦ ἀ­νά­με­σά μας. Ἕ­νας ἀ­να­χω­ρη­τής μέ­σα στή βο­ή τῆς πό­λης, πού σέ προ­κα­λεῖ ἄ­θε­λά Του νά Τοῦ βά­λεις με­τά­νοι­α, νά Τοῦ πεῖς «εὐ­λό­γη­σον», νά πά­ρεις εὐ­χή, νά λά­βεις τε­λι­κά εὐ­λο­γί­α, ἀ­παν­το­χή, πα­ρη­γο­ριά, ἐλ­πί­δα, ἀ­νά­σα ζω­ῆς πα­ρού­σης καί μελ­λού­σης.

Κρή­της Εἰ­ρη­ναῖ­ος. Ἡ ὁ­σια­κή καί ἀ­έ­ρι­νη τρυ­φε­ρό­καρ­δη μορ­φή, πού στούς ἀ­σθε­νι­κούς ὤ­μους της κι ἄν ἔ­χει ση­κώ­σει πό­νους ἀν­θρώ­πων, κα­η­μούς καί βά­σα­να, στε­ναγ­μούς καί ἀ­νέ­χει­ες.

Κρή­της Εἰ­ρη­ναῖ­ος. Ἀ­νε­πι­τή­δευ­τος, ὀ­τρη­ρός, ἀ­λη­θής Ποι­μήν μέ εὐ­αγ­γε­λι­κή πο­λι­τεί­α. «Τύ­πος τῶν πι­στῶν ἐν πᾶ­σι» (πρβλ. Τι­μόθ. Α΄ δ΄ 12) καί ταυ­τό­χρο­να ἄν­θρω­πος τῆς δι­πλα­νῆς πόρ­τας γιά ὅ­λους, ἀ­δι­ά­κρι­τα καί ἀ­νυ­πό­κρι­τα. Ἐν­σαρ­κω­μέ­νη τα­πεί­νω­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἄρ­νη­ση τῶν κα­τά κό­σμον ἀ­να­γνω­ρί­σε­ων, σο­φί­α τῶν «μω­ρῶν τοῦ Θε­οῦ» πού κα­ται­σχύ­νει τούς δῆ­θεν «σο­φούς» τοῦ κό­σμου (πρβλ. Α΄ Κορ. α΄ 27). Ἕλ­ξη θεί­α πρός τό θεῖ­ον καί ὄ­χι πρός ἑ­αυ­τόν.

Ναί, αὐ­τός εἶ­ναι ὁ Ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πός μας. Ὅ­σο τόν πα­ρα­τη­ρεῖς ἀ­να­κα­λύ­πτεις πώς κου­βα­λᾶ ἐ­κεί­νην τήν αἰ­ώ­νια κλη­ρο­νο­μιά τοῦ με­γά­λου νη­σιοῦ μας μέ τίς ἱ­στο­ρι­κές ἐ­ναλ­λα­γές, ἔ­χει κά­τι ἀ­πό τόν Ἀν­δρέ­α Κρή­της, κά­τι ἀ­πό τόν Ἀ­θα­νά­σιο τόν Ἀ­θω­νί­τη, τόν Νί­κω­να τόν «Με­τα­νο­εῖ­τε», τόν Ἰ­ω­άν­νη τόν Ξέ­νο, τόν Ἰ­ω­άν­νη τόν Ἐ­ρη­μί­τη, τόν Μύ­ρω­να καί τόν προ­κά­το­χό του Γε­ρά­σι­μο τόν Νε­ο­ϊ­ε­ρο­μάρ­τυ­ρα.

Ὅ­σο τόν πλη­σιά­ζεις, ὅ­σο τόν ἀ­κοῦς, ὅ­σο τόν βλέ­πεις, κα­τα­νο­εῖς πώς ὁ Κρή­της εἶ­ναι ὅ­λος Κρή­τη, εἶναι ὅλη ἡ Κρήτη, μέ ὅ,τι αὐ­τό συ­νε­πά­γε­ται. Ἕ­νας ἀ­χθο­φό­ρος παρακαταθήκης βα­ριᾶς, πο­λι­τι­σμοῦ μο­να­δι­κοῦ, πα­ρά­δο­σης ἁ­γι­α­σμέ­νης στό διά­βα τῶν αἰ­ώ­νων, πού πο­λι­το­γρά­φη­σε πο­λῖ­τες τῆς ἀ­πά­νω Κρή­της τοῦ οὐ­ρα­νοῦ, πού θα ἔλεγε κι ὁ Πρεβελάκης.

Ναί, αὐ­τός εἶ­ναι ὁ Ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πός μας. Ἕ­νας ἀ­κα­τα­πό­νη­τος ἀ­γω­νι­στής, ἕ­νας ἀ­θλη­τής τοῦ πνεύ­μα­τος, πού ἀ­σκεῖ­ται δια­ρκῶς νά κά­νει πρά­ξη αὐ­τό πού τό­σο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, μέ τόν δι­κό του μο­να­δι­κό τρό­πο, ὡς αἰ­ώ­νια σω­στι­κή προ­τρο­πή, ἔ­χει κα­τα­γρά­ψει ὁ π. Βα­σί­λει­ος Γον­τι­κά­κης: «Νὰ ξε­πε­ρά­σης τὶς ἀ­ρε­τές σου, ὅ­πως θέ­λει ὁ ἅ­γιος Μά­ξι­μος ὁ ὁ­μο­λο­γη­τής. Νὰ μὴν ἔ­χεις καμ­μιὰ ἰ­δέ­α γιὰ τὶς ἀ­ρε­τές, τὶς ἱ­κα­νό­τη­τες ἢ τὴν ἁ­γι­ό­τη­τά σου. Νὰ φθά­σης στὸ μὴ ὄν. Τό­τε ὁ Θε­ὸς ἔρ­χε­ται καὶ χα­ρί­ζει δω­ρε­ὰν τὰ ὑ­πὲρ φύ­σιν καὶ αἴ­σθη­σιν. Καὶ τὰ χα­ρί­ζει στοὺς τα­πει­νούς, τὰ μω­ρά, τὰ ἀ­σθε­νῆ, τὰ ἀ­γε­νῆ, τὰ ἐ­ξου­θε­νη­μέ­να καὶ τὰ μὴ ὄν­τα. Για­τὶ τὰ μὴ ὄν­τα, ὡς μὴ ἔ­χον­τα καμ­μιὰ ἰ­δέ­α γιὰ τὸν ἑ­αυ­τό τους, δὲν νο­θεύ­ουν τὰ ἅ­για, ἄ­σπι­λα καὶ τί­μια. Ἐ­νῶ o­ἱ «ἐ­νά­ρε­τοι», αὐ­τοὶ ποὺ παρ᾿ ὅ­λες τὶς ἀ­ρε­τὲς ἢ τὶς γνώ­σεις τους ἢ ἐξ αἰ­τί­ας αὐ­τῶν καὶ τῆς με­γά­λης ἰ­δέ­ας ποὺ ἔ­χουν γιὰ τὸν ἑ­αυ­τό τους γιὰ ὅ­λα αὐ­τὰ καὶ μὲ ὅ­λα αὐ­τὰ μο­λύ­νουν καὶ νο­θεύ­ουν τὸν λό­γο τοῦ Θε­οῦ· τὸν ἀ­να­κα­τεύ­ουν μὲ τὶς δι­κές τους το­ξί­νες καὶ τὸν κά­νουν ἀ­χώ­νευ­το καὶ ἀ­ποῤ­ῥι­πτέ­ο ἀ­πὸ τὸ στο­μά­χι τοῦ πει­να­σμέ­νου ἀν­θρώ­που».

Ναί, αὐ­τά ἔ­χει ὁ Κρή­της Εἰ­ρη­ναῖ­ος. Χρι­στο­μί­μη­τη προ­σφο­ρά πού Τόν ἀ­να­δει­κνύ­ει κα­θη­με­ρι­νά σέ «Εὐ­αγ­γε­λι­στή τῆς εἰ­ρή­νης». Δέν ἐ­πι­θύ­μη­σε πο­τέ «φι­λό­ϋ­λον καὶ φι­λο­κτή­μο­να βί­ον» (πρβλ. τροπ. β΄ ᾠ­δῆς Μεγ. Κα­νό­νος). Ἄ­γνω­στες λέ­ξεις στό λε­ξι­κό Του ἡ φι­λαυ­τί­α, ἡ φι­λο­πρω­τί­α, ἡ φι­λα­ρέ­σκεια. Πο­λύ γνω­στές ἡ φι­λο­θε­ΐ­α, ἡ φι­λευ­σπλα­χνί­α, ἡ φι­λαν­θρω­πί­α, ἡ φι­λερ­γί­α, ἡ φι­λο­πο­νί­α, ἡ φι­λο­ξε­νί­α Του. Μα­κριά ἀ­πό Ἐ­κεῖ­νον οἱ ἀν­θρω­πα­ρέ­σκει­ες, μέ­λη­μά Του «πῶς ἀ­ρέ­σει τῷ Κυ­ρί­ῳ» (πρβλ. Α΄Κορ. ζ΄ 32). Εὐ­χή μας νά γί­νει τε­λι­κά καί κα­τόρ­θω­μά Του.

Ἀ­γα­πη­τοί μου, σᾶς κού­ρα­σα καί πρέ­πει νά στα­μα­τή­σω. Βλέ­πε­τε δέν δι­δά­χθη­κα τί­πο­τε ἀ­πό τήν σι­ω­πή τοῦ τι­μω­μέ­νου τό­σα χρό­νια. Ἄς μέ συγ­χω­ρή­σει καί Ἐ­κεῖ­νος κι ἐ­σεῖς γιά τήν ἀ­πό μέ­ρους μου κα­τα­πό­νη­ση σας.

Πρίν ἀ­πό μί­α δε­κα­ε­τί­α καί πλέ­ον ἀ­να­λάμ­βα­νε τούς οἴα­κες τοῦ σκά­φους τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας. Τόν Ὀ­κτώ­βριο τοῦ ἔ­τους 2006, οἱ Συ­νο­δι­κοί Συμ­πά­ρε­δροι τοῦ Σε­βα­σμι­ω­τά­του Ἀρ­χι­ε­πι­σκό­που Τόν ἄ­κου­γαν μέ συγ­κί­νη­ση, κα­τά τήν πρώ­τη Του φο­ρά ἀ­πό τήν θέ­ση τοῦ Προ­έ­δρου τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Ἐ­παρ­χια­κῆς Συ­νό­δου τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας Κρή­της, νά λέ­γει αὐ­τά τά ὁ­ποῖ­α ἐ­κεῖ­νος πού ὁ­μι­λεῖ, ἀ­πό τήν θέ­ση τό­τε τοῦ Ἀρ­χι­γραμ­μα­τέ­ως, κα­τέ­γρα­φε στά Πρα­κτι­κά Της:

«Εὐ­θύς ἀ­μέ­σως», τό­νι­ζε τό­τε, «ἐκ­φρά­ζω τήν ὁ­λό­θυ­μον καί σφο­δράν ἐ­πι­θυ­μί­αν μου, ὅ­πως συ­νερ­γα­σθῶ καί συ­να­γω­νι­σθῶ μεθ᾿ ὑ­μῶν, «ἕ­ως ὑ­πάρ­χω», εἰς τούς ἀ­γῶ­νας καί τό ἔρ­γον τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας. Δέν ἔ­χω ἄλ­λα ὄ­νει­ρα καί φι­λο­δο­ξί­ας. Μό­νον νά δι­α­κο­νή­σω τήν Ἐκ­κλη­σί­αν μας ἐν πλή­ρει συμ­πνοί­ᾳ, ἀ­γά­πῃ καί συ­νερ­γα­σί­ᾳ με­τά πάν­των ὑ­μῶν. Ἐν πνεύ­μα­τι συ­νο­δι­κῷ, ἀ­δελ­φι­κῷ καί συλ­λο­γι­κῷ. Δέν ἀ­παι­τῶ ἀλ­λά πα­ρα­κα­λῶ διά τήν συ­νερ­γα­σί­αν πάν­των ὑ­μῶν. Διά τήν Ἐκ­κλη­σί­αν μας, τήν Ἐκ­κλη­σί­αν Κρή­της, τόν Ἱ­ε­ρόν Κλῆ­ρον καί τόν εὐ­σε­βῆ λα­όν αὐ­τῆς. Διά τήν Ἱ­στο­ρί­αν, τό πα­ρόν καί τό μέλ­λον τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας. Διά τήν ἀν­τι­με­τώ­πι­σιν τῶν πολ­λῶν, πο­λυ­πλό­κων καί συν­θέ­των προ­βλη­μά­των τά ὁ­ποῖ­α σή­με­ρον ἀν­τι­με­τω­πί­ζει ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μας. Διά τήν συμ­με­το­χήν πάν­των ἡ­μῶν εἰς τά προ­βλή­μα­τα καί τούς πό­θους τοῦ λα­οῦ μας. Διά τήν ἀν­τα­πό­κρι­σίν μας εἰς τάς προσ­δο­κί­ας καί τά ὄ­νει­ρά του. Διά τήν σω­τη­ρί­αν τῶν ψυ­χῶν τοῦ λα­οῦ μας. Διά τήν δό­ξαν τοῦ Θε­οῦ».

Ὅ­λη ἡ ζω­ή Του κλεί­νε­ται σ᾿ αὐ­τήν τήν ἀ­πο­στρο­φή, σ᾿ αὐ­τές τίς λέ­ξεις. Ὅ­λη ἡ ζω­ή Του «διά τήν δό­ξαν τοῦ Θε­οῦ». Ὅ­λη ἡ ζω­ή του ἕ­να «Δό­ξα τῷ Θε­ῷ». «Δό­ξα τῷ Θε­ῷ», ἀ­πό Ἐ­κεῖ­νον, «πάν­των ἕ­νε­κεν». Ἀλ­λά καί «Δό­ξα τῷ Θε­ῷ» καί ἀ­πό ἐ­μᾶς πού τόν ἔ­χο­με ἀ­νά­με­σά μας, μα­ζί μας καί κον­τά μας.

Σε­βα­σμι­ώ­τα­τε, «δι᾿ εὐ­χῶν Σας» καί πά­λι ὁ λό­γος, φθά­νον­τας στήν κα­τα­κλεῖ­δα του, στρέ­φε­ται πρός Ἐ­σᾶς, πού ὅπως μοῦ εἶπε ἕνας μαντιναδολόγος ἀπό τά Ἀνώγεια τῆς ἐπαρχίας μου: «Στό πρόσωπο σας φαίνονται ρυτίδες τίμιου κόπου, καί ἡ ὄψη ἑνός πανάρετου καί ἀληθινοῡ ἀνθρώπου» Καί «ἡ μετριοφροσύνη Σας καί ἡ ἁπλότητα σας, εἶναι τά ὅπλα τῆς τιμῆς καί τά παράσημα σας».

Ὅ­ταν γιά πρώ­τη φο­ρά ὡς Ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πος ἀ­νε­βαί­να­τε στό Θρό­νο τοῦ πε­ρι­καλ­λοῦς Μη­τρο­πο­λι­τι­κοῦ Να­οῦ τοῦ Ἁ­γί­ου Μη­νᾶ, Σᾶς εἴ­δα­με νά μᾶς κυτ­τᾶ­τε στά μά­τια ὅ­λους μα­ζί καί τόν κα­θέ­να χω­ρι­στά καί νά μᾶς ἀ­πευ­θύ­νε­τε, κα­τά τόν Ἐν­θρο­νι­στή­ριο Λό­γο Σας, τού­τους τούς λό­γους:

«Εἶ­ναι ἡ πρώ­τη πα­τρι­κή καί ἀ­γα­πη­τι­κή μα­τιά μου, ὡς Ἀρ­χι­ε­πι­σκό­που Κρή­της... Ἦρ­θα σή­με­ρα καί βρί­σκο­μαι ἐ­δῶ, πού στέ­κο­μαι μό­νον ἀ­πό ἀ­γά­πη, ὅ­πως αὐ­τή βι­ώ­νε­ται εἰς τήν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α μας, εἰς τά πρό­σω­πα τῶν Ἁ­γί­ων μας μό­νον ἀ­πό τήν δι­ά­θε­ση νά δώ­σω τά πάν­τα καί τήν ζω­ή μου σέ και­ρό εἰ­ρή­νης, χω­ρίς νά θέ­λω νά πά­ρω τί­πο­τα καί ἀ­πό κα­νέ­ναν, μέ τήν πρό­θε­ση νά δι­α­κο­νή­σω, νά εἶ­μαι ὁ Δι­ά­κο­νος ὅ­λων ἀ­νε­ξαι­ρέ­τως, τῶν σε­βα­σμί­ων Ἀρ­χι­ε­ρέ­ων τῆς Κρή­της, τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Ἐ­παρ­χια­κῆς Συ­νό­δου μας, ἡ ὁ­ποί­α ἑ­δρεύ­ει εἰς τό Ἡ­ρά­κλει­ον, τοῦ πλη­ρώ­μα­τος τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Ἀρ­χι­ε­πι­σκο­πῆς καί ὅ­λης τῆς Κρή­της.

Μέ τή δί­ψα καί τό πό­θο νά βο­η­θῶ, νά συμ­πα­ρί­στα­μαι σέ ὅ­λους, μέ ὅ­λες τίς δυ­νά­μεις, μέ ὅ­σες δυ­νά­μεις καί δυ­να­τό­τη­τες μοῦ ἔ­δω­κεν ὁ Θε­ός, νά εἶ­μαι ταυ­τι­σμέ­νος, ὀν­το­λο­γι­κά καί ἀ­γα­πη­τι­κά, μέ ὅ­λους τούς ἀν­θρώ­πους, τούς ὁ­ποί­ους ὁ Θε­ός ἀ­να­θέ­τει εἰς τούς ἀ­σθε­νι­κούς ὥ­μους μου ἀ­πό σή­με­ρα. Μέ τήν ἐλ­πί­δα καί τή χα­ρά, ὄ­χι μό­νο νά ζή­σω, ἀλ­λά καί νά θυ­σια­στῶ καί νά σταυ­ρω­θῶ καί νά τα­φῶ, χά­ριν τῶν ἀν­θρώ­πων, τούς ὁ­ποί­ους θά δι­α­κο­νή­σω, γιά νά ἀ­να­στη­θῶ καί νά συ­νυ­πάρ­ξω­μεν ὅ­λοι μα­ζί εἰς τήν Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ.

Δι­α­κα­τέ­χο­μαι τού­τη τήν ὥ­ραν ἀ­πό τή λα­χτά­ρα, νά εἶ­μαι καί νά φέ­ρω­μαι ὅ­πως οἱ Προ­φῆ­τες τοῦ Θε­οῦ, οἱ Ἀ­πό­στο­λοι, οἱ μάρ­τυ­ρες, οἱ Πατέ­ρες, οἱ ἀ­δελ­φοί. Νά εἶ­μαι ὁ φί­λος, ὁ πα­τέ­ρας, ὁ ἀ­δελ­φός, ὁ ὑ­πη­ρέ­της, ὁ βο­η­θός, ὁ συμ­πα­ρα­στά­της, ἡ χα­ρά, ἡ ἐλ­πί­δα, τό στή­ριγ­μα τῶν ἀ­δυ­νά­των, ἡ χα­ρά ὅ­λων. Δέν ἐ­πι­θυ­μῶ καί δέν ἐ­πι­δι­ώ­κω τί­πο­τε ἄλ­λο».

Σε­βα­σμι­ώ­τα­τε, ὅ­λα αὐ­τά κα­τα­φέρ­νε­τε νά γί­νον­ται ἀ­γα­πη­τι­κή πρά­ξη, δι­α­κο­νί­α καί προ­σφο­ρά, πη­γή ἐ­λέ­ους ἀλ­λά καί ἐμ­πνεύ­σε­ως γιά ὅ­λους μας κα­θη­με­ρι­νά. Σᾶς πα­ρα­κα­λοῦ­με νά μᾶς κρατᾶτε στήν θεότευκτο, θεοφιλῆ καί θεοτερπῆ ἑνότητα πού ἀποτρέπει θεοστυγεῑς διχόνοιες καί ἔτσι νά μᾶς χα­ρί­ζε­τε πάν­το­τε τήν ἀ­γά­πη Σας αὐ­τή, για­τί αὐ­τό τε­λι­κά εἶ­ναι καί τό δι­κό Σας κρι­τή­ριο, ὅ­πως εἶ­ναι καί θά εἶ­ναι παν­το­τει­νά τό κρι­τή­ριο τῶν δι­α­κό­νων τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, τῶν οἰ­κο­νό­μων τῶν μυ­στη­ρί­ων τοῦ Θε­οῦ, ἀ­φοῦ καί πά­λι κα­τά τόν Ὅ­σιο Ἰ­ω­άν­νη τόν Σι­να­ΐ­τη, «Ποι­μέ­να ἀ­λη­θι­νόν ἀ­πο­δεί­ξει ἀ­γά­πη· δι᾿ ἀ­γά­πην γάρ ὁ Ποι­μήν ἐ­σταύ­ρω­ται» («Κλῖ­μαξ» Ἰ­ω­άν­νου Σι­να­ΐ­του, Λό­γος ἕ­τε­ρος «Εἰς τόν Ποι­μέ­να», 24).

Σᾶς εὐ­χα­ρι­στοῦ­με μέ εὐ­γνω­μο­σύ­νη πού ὑ­πάρ­χε­τε, πού ἀ­γω­νιᾶ­τε, πού ἀ­γω­νί­ζε­στε, πού ἀν­τι­στέ­κε­στε, πού μᾶς ἐ­πι­στη­ρί­ζε­τε, πού μᾶς δι­δά­σκε­τε, πού μᾶς συγ­χω­ρεῖ­τε, πού μᾶς χα­ρί­ζε­τε ἀ­φει­δώ­λευ­τα ἀ­πό τή σο­φί­α καί τή σύ­νε­σή Σας, πού προ­σεύ­χε­σθε, πού λει­τουρ­γεῖ­τε γιά τόν Πα­τριά­ρχη μας καί τούς συγ­κυ­ρη­ναί­ους Του στήν ἐ­σταυ­ρω­μέ­νη Μη­τέ­ρα μας Ἐκ­κλη­σί­α, πού λει­τουρ­γεῖ­τε γιά τήν Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ ἀ­πο­στο­λο­βά­δι­στου νη­σιοῦ μας, γιά τούς συνεπισκόπους Σας, γιά τούς κληρικούς μας, γιά τίς μοναχικές μας ἀδελφότητες, γιά ἐ­μᾶς, γιά τά παι­διά, γιά τούς νέ­ους, γιά τίς οἰ­κο­γέ­νει­ες, γιά ὅ­λους, γιά τήν Κρή­τη, γιά τήν Ἑλ­λά­δα, γιά τόν κό­σμο ὁ­λό­κλη­ρο. Σᾶς εὐ­χα­ρι­στοῦ­με πού εὔ­χε­σθε γιά τήν κα­τά Θε­όν προ­κο­πή μας, πού ζη­τᾶ­τε νά κρα­τή­σου­με Ὅ­σια καί Ἱ­ε­ρά γιά νά κρα­τη­θοῦ­με. Σᾶς εὐ­χα­ρι­στοῦ­με πού δα­κρύ­ζε­τε καί πού χα­μο­γε­λᾶ­τε. Σᾶς εὐ­χα­ρι­στοῦ­με πού δέν ἀ­να­παύ­ε­σθε λε­πτό γιά νά μᾶς ἀ­να­παύ­ε­τε πνευ­μα­τι­κά συ­νε­χῶς. Σᾶς εὐ­χα­ρι­στοῦ­με πού κά­νε­τε τό πᾶν γιά νά μᾶς μά­θε­τε πῶς μπο­ρεῖ νά ξα­να­βρεῖ ἡ ἀν­θρω­πό­τη­τα τήν ἀν­θρω­πιά της.

Ἔ­χε­τε τήν τι­μή καί τό βα­θύ­τα­το σε­βα­σμό μας, προ­πάν­των ὅ­μως τήν ἀ­γά­πη μας, Σε­βα­σμι­ώ­τα­τε Ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πε καί Πρό­ε­δρε τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Ἐ­παρ­χια­κῆς μας Συ­νό­δου, πο­λύ­τι­με, πο­λυ­τί­μη­τε καί πο­λυ­φί­λη­τε Γέ­ρον­τα μας.

Ἕνας καλός συνεργάτης μας, ὁ κ. Γεώργιος Καλογεράκης, ἀνταποκρινόμενος στήν παράκληση μας συνέθεσε τοῦτα πού σᾶς ἀφιερώνομε αὐτήν τήν ὄμορφη γιά τήν Ἐκκλησία μας βραδυά.

Σεβάσμιέ μας γέροντα, κορφή τση Ἐκκλησίας,

πολύτιμε κι ἀστραφτερέ λίθε τσ’ Ὀρθοδοξίας,

στόν πόδα στέκεις που ’στεκεν μέ τοῦ Χριστοῡ τή χάρη

ὁ Τίτος, ὁ Ἀπόστολος, τση Κρήτης μας καμάρι.

Σαράντα τρία πορπατεῑς στήν Ἀρχιερωσύνη

τά ἔτη, μέ πραότητα καί ταπεινοφροσύνη.

Ἀναβαστάς στό ποίμνιο στσί πόνους του καί τώρα,

ὡς ἔδιαχνές το πάντοτες καί στῶ Χανιῶ τή χώρα.

Τσί χρόνους δέκα λουτρουγᾶς εἰς τό Μεγάλο Κάστρο

καί λάμπεις μές στήν Ἐκκλησά σάν τοῡ βοριᾱ τό ἄστρο,

καθώς μέ σέβας στέκουσι λαός κι ἀρχοντολόι

τση νήσου οὔλης γύρω σου, σάν ἀκριβό σου σόι.

Εὐωδιάζουν ἀρετές, τά μυροβόλα κρίνα,

ποιμνίου ξόμπλι ἀκριβό, θαμάζει σε γιά κεῑνα!

Χαρίζεις ἄφθαρτα κλειδιά καί μαργαριταρένια,

π’ ἀνοίγουν τοῡ Παράδεισου πόρτα μαλαματένια,

σάν πού στή στράτα τση τιμῆς τό ζάλο σου ξετρέχει

κι ὅποιος ξωπίσω σ’ ἀκλουθᾱ λειμώναν ἀπαντέχει.

Τά ἔτη να ’χεις περισσά ἀγῶνες σάν πασχίζεις,

σέ κάθε διάξη τση πρεπιᾶς!

http://www.iak.gr/gr/logoi-arthra/kirigmata-

Τετάρτη 27 Σεπτεμβρίου 2017

Η Εκκλησία Κρήτης υπό τους Τούρκους




Μα να χαλούν τες εκκλησιές, να ρίχνουν τες εικόνες, που στέκανε στα βήματα με τες χρυσές κολώνες, κι όπου κι αν εύρουσι σταυρόν γιαμιά τόνε χαλοὐσι. τες τράπεζες να σπάσουσί μετζίκια να γενούσι...

Μαρίνος Τζάνες Μπουνιαλής



Άγιος Αθανάσιος Γ' ο Πατελλάρος,
Οικουμενικός Πατριάρχης. από την Αξό Μυλοποτάμου(1590-1654)
Σπούδασε Αρχαία Ελληνική Φιλολογία, Φιλοσοφία και Θεολογία. Εκάρη μοναχός στο Σιναϊτικό Μετόχι του Χάνδακα. Ανέβηκε όλες τις βαθμίδες της ιεροσύνης. Εξελέγη Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης και Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Άσκησε σημαντικό ιεραποστολικό έργο στη Ρωσία. Η ρωσική Εκκλησία τον ανακήρυξε Άγιο. Ο σεπτός τάφος του είναι πηγή αγιάσματος και ιαμάτων και το σκήνωμα του διατηρείται άφθαρτο στο Χάρκοβο της Ουκρανίας. Τμήμα του ιερού Λειψάνου του μετακομίστηκε στη γενέτειρα του στις 21 Αυγούστου 1993· Από τότε, κατά την ημέρα αυτήν, καθιε­ρώθηκε η εορτή της Μετακομιδής. των Λειψάνων του στην Αξό Μυλοποτάμου.

Ο Μέγας Αρχιερεύς (1731). Από τη θύρα του Ιερού Βήματος του Αγίου Κωνσταντίνου Ρεθύμνου. Έργο Εμμανουήλ, ιερέως.




Άρθρον 10. Έκαστος των Επισκόπων έχει ιδίαν σφραγίδα αρχαϊκού Χρι-στιανικού τύπου και εμβλήματος: α) Ο Μητροπολίτης Κρήτης τον καλόν ποιμένα φέροντα επώμων τον αμνόν και παρά τους πόδας τα ποιμενικά δοχεία και κύκλω Ιερά Μητρόπολις Κρήτης.



β) Ο Αρκαδίας το Μονόγραμμα εντός κύκλου και πέριξ Ιερά Επισκοπή Αρκαδίας.



γ) Ο Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου στήλην έχουσαν δώδεκα μικρούς κύκλους και επ' αυτής εν μέσω κλάδων φοινίκων και κύκλου αμνόν εφ' ου το μονόγραμμα του Ιησού Χριστού και πέριξ Ιερά Επισκοπή Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου.



δ) Ο Κυδωνίας και Αποκορώνου ναύν αρχαϊκήν στηριζομένην επί ιχθύος αρχαϊκού τύπου και κύκλω τα γράμματα Ιερά Επισκοπή Κυδωνίας και Αποκορώνου.



ε) Ο Λάμπης και Σφακίων τρίαιναν, διερχομένην δ' ιχθύος, και κύκλω τα γράμματα Ιερά Επισκοπή Λάμπης και Σφακίων.



στ) Ο Ιεράς και Σητείας σταυρόν, από λήγοντα εις άγκυραν και κύκλω Ιερά Επισκοπή και Σητείας.



ζ) Ο Πέτρας βράχον, εφ' ου ίσταται αμνός έχων επί της κεφαλής το μονόγραμμα του Ιηοού Χριστού και εκ του βράχου εξερχόμενος τεσσάρας πηγάς υδάτων και κύκλω Ιερά Επισκοπή Πέτρας.



η) Ο Κισάμου και Σελίνου Κιβωτόν μετά περιστεράς φέρουσης κλαδίν ελαίας και κύκλω Ιερά Επισκοπή Κισάμου και Σελίνου.



Η σφραγίς της Μητροπόλεως θα έχη διάμετρον τεσσαράκοντα υποχιλιομέτρων αι δε των Επισκόπων τριάκοντα πέντε.




Περιγραφή των σφραγίδων της Ιεράς Αρχιεπισκοπής και των Ιερών Μητροπόλεων της Κρήτης, όπως ορίζεται στον Καταστατικό Χάρτη του 1900 (Άρθρον 10). Οι εικονιζόμενες είναι αυτές που χρησιμοποιούνται σήμερα.

http://www.imra.gr









Η περίοδος της Τουρκοκρατίας (1645/1669-1898) ανέκοψε αυτήν την πορεία, όσο κι αν έδειξαν οι Τούρκοι, στην αρχή τουλάχιστον, ότι είχαν διαφορετικές προθέσεις. Στην προσπάθεια τους να επηρεάσουν ψυχολογικά τους ορθόδοξους Κρητικούς, σύμφωνα με την πάγια αρχή των σουλτάνων, την πολιτική της Θρησκευτικής ανοχής, προχώρησαν αμέσως στην ανασύσταση της Ορθόδοξης Μητρόπολης και στην αποκατάσταση της ιεραρχίας στην Εκκλησία Κρήτης.
Ο Νεόφυτος Πατελλάρος, λόγιος μοναχός της μονής Αρκαδίου και συγγενής του Οικουμενικού Πατριάρχη Αθανασίου Γ' του Πατελλάρου, χειροτονήθηκε από το 1647 ως πρώτος Ορθόδοξος Μητροπολίτης Κρήτης. Ενώ από το 1659 αναφέρονται δώδεκα Επισκοπές, που διατηρούσαν μάλιστα τα παλαιά ονόματα τους, σύμφωνα με την παράδοση της Εκκλησίας: Γορτύνης, Κνωσού, Αρκαδίας, Χερρονήσου, Αυλοποτάμου, Αγρίου (= Ρεθύμνης, στο Ρέθυμνο είχε μεταφερθεί και η Επισκοπή Καλαμώνος από τα μέσα του 15ου αιώνα), Λάμπης, Κυδωνίας, Ιεράς, Πέτρας, Σητείας και Κισάμου. Ο αριθμός αυτός δεν είναι σταθερός σε όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Κυμαίνεται μεταξύ 10-12, ενώ λίγο πριν από την επανάσταση του 1821 υπήρχε και τιτουλάριος επίσκοπος (Βοηθός του μητροπολίτη), ο Διουπόλεως. Τότε οι επίσκοποι μαζί με τον μητροπολίτη ήταν συνολικά 13.
Η αποκατάσταση της ορθόδοξης ιεραρχίας στην Κρήτη συνοδεύτηκε με προνόμια πνευματικά, διοικητικά, δικαστικά και οικονομικά, που παραχωρούνταν, σύμφωνα με την τουρκική παράδοση, στους ορθόδοξους αρχιερείς. Αυτά όμως δεν εμπόδιζαν τους γενίτσαρους να βιαιοπρα­γούν, ακόμη και να φονεύουν ιερωμένους. Είναι γνωστή η δολοφονία του επισκόπου Λάμπης Μεθοδίου Σιλιγάρδου (1793) από τους γενίτσαρους της περιοχής του. Την ασφάλεια τους οι αρχιερείς και οι άλλοι κληρικοί την εξαγόραζαν συνήθως με χρηματικά ποσά και δώρα, που η ακόρεστη τουρκική φιλαργυρία τους επέβαλλε σιωπηρά ή και απροκάλυπτα. Οι φόροι που επέβαλλαν στους Χριστιανούς ήταν υπέρογκοι και καταπιεστικοί. Οι σχέσεις της Εκκλησίας Κρήτης με το Οικουμενικό Πατριαρχείο πέρασαν αρ­χικά μια μεγάλη κρίση, την οποία ευνόησαν και οι ντόπιοι Μουσουλμάνοι. Το Πατριαρχείο κατόρθωσε να μετατρέψει τη σουλτανική πολιτική και να αποτρέψει την ανακήρυξη της Εκκλησίας Κρήτης σε αυτοκέφαλη. Επί των ημερών του μητροπολίτη Κρήτης Γεράσιμου Λετίτζη (1725-1756), οι σχέσεις με το Πατριαρχείο αποκαταστάθηκαν. Η Κρήτη παρέμεινε στη διοικητική δικαιοδοσία του Οικομενικού Πατριαρχείου. Αυτή η εξάρτηση περιορίστηκε  μετά την αυτονόμηση της νήσου.
Δογματικά ή άλλα ζητήματα δεν τάραξαν την Εκκλησία Κρήτης κατά την πρώτη περίοδο της Τουρκοκρατίας.Το πιο σημαντικό πρόβλημα κατά την περίοδο αυτήν ήταν οι εξισλαμισμοί, οι οποίοι ήταν αποτέλεσμα περισσότερου υπολογισμού παρά βίας και εξαναγκασμού.
Η λατρεία ήταν θεωρητικά ελεύθερη  για τους Χριστιανούς της Κρήτης. Ακόμη,  προστατευτικά διατάγματα είχαν εκδοθεί για την ελευθερία των καθιερωμένων εορτών και τελετουργιών. Στην πράξη όμως, τα πράγματα ήταν εντελώς διαφορετικά και πολύ σκληρότερα. Ήδη, ο Μαρίνος Τζάνες Μπουνιαλής περιέγραψε σε δραματικούς στίχους τους βανδαλισμούς κατά των ορθόδοξων ναών.
Κατά τη διάρκεια του Κρητικού πολέμου (1645-1669) μοναστήρια της Κρήτης υπέστησαν λεηλασίες και καταστροφές, ιδιαίτερα όσα αντιστάθηκαν στους Τούρκους,.Εικόνες, ιερά σκεύη, άμφια, βιβλία και χειρόγραφα καταστράφηκαν.






Ανατίναξη της Μονής Αρκαδίου.
Χαρακτικό από το περιοδικό The Illustrated London News(1867)
Μετά την άλωση του Χάνδακα (1669) και την παγίωση της τουρκικής κατοχής στην Κρήτη, τα μοναστήρια που υπήρχαν στα αστικά κέντρα καταστράφηκαν ή μετατράπηκαν σε τζαμιά και σε στρατώνες. Από τις πολλές εκατοντάδες των κρητικών μοναστηριών, που μας είναι γνωστά από την τελευταία περίοδο της Βενετοκρατίας, ελάχιστα σώθηκαν και διατηρήθηκαν ενεργά.
Ο ιερός νόμος των μουσουλμάνων απαγόρευσε την ίδρυση νέων μοναστηριών και ναών. Ακόμη και για την επισκευή και τη συντήρηση των παλαιών ήταν απαραίτητη η χορήγηση ειδικής άδειας, που συνήθως στοίχιζε πολλαπλάσια από την προβλεπόμενη δαπάνη. Έτσι ελάχιστα μοναστήρια επιβίωσαν κατά τους σκληρούς αυτούς χρόνους και αυτά ήταν κυρίως τα μεγάλα και πλούσια που μπορούσαν να πληρώνουν τους βαρύτατους φόρους και τις έκτακτες εισφορές, καθώς και τα πλούσια δώρα στους Τούρκους αξιωματούχους.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο έσπευσε να θέσει πολλά μοναστήρια υπό την προστασία του, κάνοντας χρήση των προνομίων του και ανακηρύσσοντας τα σταυροπηγιακά. Ο Νεόφυτος Πατελλάρος ήδη από το 1654 είχε προχωρήσει σε μια ανάλογη ενέργεια, παραχωρώντας στο Οικουμενικό Πατριαρχείο μερικά πλούσια μοναστήρια, όπως το Αρκάδι, το Αρσάνι κ.ά. Έτσι ο μοναχισμός διατήρησε τη σπουδαιότητα του για την πνευματική ζωή της Κρήτης, όπως είχε αναπτυχθεί στην περίοδο της Βενετοκρατίας.
Η λαμπρή πνευματική παράδοση των Κρητικών ιερωμένων κατά τους τελευταίους χρόνους της Βενετοκρατίας έσβησε απότομα και οριστικά με την Τουρκοκρατία. Μόνο στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα ξαναβρίσκουμε στην Κρήτη λόγιους κληρικούς, όπως είναι ο ιεροδιδάσκαλος Γρηγόριος ο Μεγαλοβρυσανός, ο Νεόφυτος Οικονόμος κ.ά. Την έλλειψη ωστόσο της παιδείας κατά τους σκληρούς εκείνους χρόνους αναπλήρωσε το ήθος των κληρικών και μοναχών, που διαφύλαξαν την πίστη και την εθνική συνείδηση με την καθαρότητα  του βίου τους.
Αρκετοί ιεράρχες και άλλοι κληρικοί μυήθηκαν στα μυστικά της Φιλικής Εταιρείας. Μετά την έκρηξη της επανάστασης του 1821 στην Κρήτη, οι κληρικοί ήταν τα πρώτα θύματα των τουρκικών αντεκδι­κήσεων. Όσοι επέζησαν υπηρέτησαν την υπόθεση της ελευθερίας και διακρίθηκαν για τον ηρωισμό τους. Αλλά η Εκκλησία Κρήτης υπηρέτησε τον αγώνα και με άλλους τρόπους. Ανάλογη ήταν η προσφορά της Εκκλησίας και του Κλήρου και στις μετέπειτα επαναστάσεις. Το δράμα της ιστορικής μονής Αρκαδίου δείχνει το μέτρο της προσφοράς αυτής.
Μετά τη φρικτή σφαγή των αρχιερέων το 1821, του μητροπολίτη Γερασίμου Παρδαλή και των επισκόπων Κνωσού Νεοφύτου, Χερρονήσου Ιωακείμ, Λάμπης Ιεροθέου, Σητείας Ζαχαρία και ίσως του τιτουλάριου επισκόπου Διουπόλεως Καλλινίκου, η Εκκλησία Κρήτης έμεινε ακέφαλη για δύο περίπου χρόνια. Ο Οργανισμός της Προσωρινής Πολιτείας της Νήσου Κρήτης (Μάιος 1822) δεν αναφέρεται στην Εκκλησία Κρήτης, αλλά μόνο στην επίσημη θρησκεία. Το 1823 χειροτονήθηκε μητροπολίτης Κρήτης ο Καλλίνικος εξ Αγχιάλου (1823-1830), ο οποίος προσάρτησε στη Μητρόπολη την επισκοπή Κνωσού. Επί του μητροπολίτη Μελετίου Α' Νικολετάκη (1830-1834) συγχωνεύτηκαν με πατριαρχική απόφαση της 24 Νοεμβρίου 1831 οι Επισκοπές της Κρήτης σε 5, εξαιτίας της ελάττωσης του πληθυσμού. Με τη Μητρόπολη συγχωνεύτηκαν οι Επισκοπές Κνωσού, Λάμπης και Χερρονήσου. Η Επισκοπή Πέτρας συγχωνεύτηκε με την Αρκαδίας, η Ιεράς με τη Σητείας, η Ρεθύμνης με την Αυλοποτάμου και η Κυδωνίας με την Κισάμου. Το 1845 αναγνωρίστηκε η Επισκοπή Χερρονήσου, ενώ το 1859 χωρίστηκε η Επισκοπή Κισάμου από την Κυδωνίας. Τέλος, το 1862 ανασυστάθηκαν οι Επισκοπές της νήσου, εκτός από την Κνωσού, που οριστικά καταργήθηκε και προσαρτήθηκε στη Μητρόπολη. Το καθε­στώς αυτό διατηρήθηκε ως το 1900, όταν με τον Καταστατικό Νόμο 276 της Κρητικής Πολιτείας καταργήθηκε και η Επισκοπή Χερρονήσου και προσαρτήθηκε στη Μητρόπολη, ενώ η επισκοπική περιφέρεια της Πέτρας διευρύνθηκε με την προσάρτηση σ' αυτήν της επαρχίας Βιάννου.
Η Γενική Συνέλευση του 1877 αποφάσισε για καθαρά πρακτικούς λόγους να μισθοδοτούνται στο εξής οι αρχιερείς της Κρήτης από το δημόσιο ταμείο της νήσου.Οι μεγάλες επαναστάσεις της Κρήτης ανέτρεψαν τους παλαιούς φραγμούς και οδήγησαν βαθμιαία στην κατάργηση πολλών απαγορεύσεων σε θέματα θρησκευτικής ελευθερίας. Η ελευθερία αυτή κατοχυρώθηκε με το Χάττι Χουμαγιούν (1856) και διευρύνθηκε με τον Οργανικό Νόμο (1868) και τη ΣύμΒαση της Χαλέπας (1878). Καταργήθηκε ο ιερός νόμος των Μουσουλμάνων που απαγόρευε την ίδρυση νέων ναών. Στις 25 Μαρτίου 1862 θεμελιώθηκε ο μεγάλος ναός του Αγίου Μηνά στο Ηράκλειο και εγκαινιάσθηκε στις 16 Απριλίου 1895. Η νέα εξέλιξη των Θρησκευτικών και πολιτικών πραγμάτων στην Κρήτη έκαμε πολλούς κρυπτοχριστιανούς να διακηρύξουν φανερά την πίστη τους και να επιστρέψουν στη θρησκεία τους.
Ενώ η Εκκλησία Κρήτης δεν είχε να αντιμετωπίσει δογματικά προβλήματα κατά την πρώτη περίοδο της Τουρκοκρατίας, κατά τα μέσα του 19ου αιώνα συγκλονίστηκε δύο φορές από τη δράση των λουθηροκαλβινιστών αρχικά και της καθολικής προπαγάνδας αργότερα. Η προσπάθεια των πρώτων δεν έλαβε διαστάσεις και σταμάτησε οριστικά το 1843. Σημαντικότερο ήταν το πρόβλημα του προσηλυτισμού στον καθολικισμό, που δημιουργήθηκε το 1859, αλλά κι αυτό αντιμετωπίστηκε έγκαιρα, ως πολιτικό και διπλωματικό ζήτημα.
Πολύ σοβαρότερο ήταν το λεγόμενο Μοναστηριακό ζήτημα, το οποίο, μάλιστα, αποτέλεσε μια από τις κύριες αφορμές της μεγάλης επανάστασης του 1866-1869. Το ζήτημα αυτό βρήκε τη λύση του τον Νοέμβριο του 1865, αλλά η επέμβαση του Ισμαήλ πασά εξέτρεψε τα πράγματα και δημιούργησε μεγάλη ένταση.
Μετά την επανάσταση του 1866-1869 και την αποκατάσταση της εσωτερικής γαλήνης στο νησί, η Εκκλησία Κρήτης προχώρησε στην έκδοση του «Διοργανισμού των εν Κρήτη ιερών μονών, σταυροπηγιακών τε και ενοριακών» (1870). Πρόκειται για τον καταστατικό χάρτη των κρητικών μοναστηριών, που ίσχυσε αναλλοίωτος ως το 1900, όταν τα θέματα της Εκκλησίας Κρήτης ρυθμίστηκαν με το νόμο 276 της Κρητικής Πολιτείας. Με τον διοργανισμό του 1870 αναλήφθηκε από την Εκκλησία Κρήτης η υποχρέωση να ιδρύει σχολεία με τα εισοδήματα των μοναστηριών.
Από τα μέσα του 19ου αιώνα οι Κρητικοί κληρικοί είχαν την ευκαιρία να φοιτούν σε σχολές ανώτερης Θεολογικής παιδείας (Αθηνών, Ιεροσολύμων, Χάλκης κ.ά.). Από το 1870 όλοι οι αρχιερείς της Κρήτης είναι Κρητικοί. Για τη μόρφωση του κατώτερου κλήρου ιδρύθηκαν και λειτούρ­γησαν εκκλησιαστικά σχολεία στην Κρήτη, όπως η Σχολή του Αγίου Πνεύματος στην επαρχία Αγίου Βασιλείου, που είχε ιδρυθεί από το 1836 και το Ιεροδιδασκαλείο στη μονή της Αγίας Τριάδος των Τζαγκαρόλων, που εξακολουθεί και σήμερα να λειτουργεί ως Εκκλησιαστικό Λύκειο Κρήτης στον Άγιο Ματθαίο Χανίων

Η Εκκλησία Κρήτης υπό τους Βενετούς



Χαρακτικό.
Εμφανίζει τον λέοντα της Βενετίας να κυριαρχεί πάνω στην Κρήτη.
Από το Μουσείο Μπενάκη - Αθήνα




Χριστός ο Μέγας Αρχιερέας.  Δεύτερο ήμισυ 15ου αιώνα. Από τη μονή Γωνιάς Κισάμου.



Θεία Λειτουργία.
Εικόνα Μ. Δαμασκηνού,16οςαι., από τη συλλογή της Αγίας Αικατερίνης Ηρακλείου Κρήτης





Σχέδιο τοπ. Ρεθύμνου κατά τον Βoschini (1651).


Από τις παραμονές ήδη της Τέταρτης Σταυροφορίας (1203), η Κρήτη είχε πάψει να ανήκει στη Βυζαντινή επικράτεια. Ο Αλέξιος Άγγελος έσπευσε να την παραχωρήσει στον Βονιφάτιο τον Μομφερρατικό, προκειμένου να επιτύχει την αποκατάσταση του πατέρα του στον θρόνο του Βυζαντίου. Μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως (1204), οι σταυροφόροι αναγνώρισαν στον Βονιφάτιο το δικαίωμα να καταλάβει το νησί. Πρόλαβε όμως ο Γενουάτης αρχιπειρατής Ερρίκος Pescatore, αντίπαλος των Βενετών, και κατέλαβε το 1206 μεγάλο μέρος της κεντρικής Κρήτης. Ακολούθησαν σκληροί αγώνες μεταξύ Βενετών και Γενουατών, μέχρι που οι πρώτοι πέτυχαν να επικρατήσουν (1211) και να κυριαρχήσουν στη Μεγαλόνησο.
Η μεγάλη περίοδος της Βενετοκρατίας (1204/1211-1645/1669) υπήρξε για την Εκκλησία Κρήτης ιδιαίτερα σκληρή. Οι νέοι κατακτητές, που απέβλεψαν από την αρχή στη μονιμοποίηση της κατοχής και της εκμετάλλευσης της Κρήτης, μόλις διαπίστωσαν ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία ήταν η μεγάλη ενωτική δύναμη του λαού, το στήριγμα της βυζαντινής ιδέας, ο φορέας της αντίστασης εναντίον τους και επομένως ο ισχυρότερος και ο περισσότερο επικίνδυνος αντίπαλος τους, έλαβαν αυστηρά μέτρα, που περιόριζαν την πνευματική ελευθερία των Κρητικών. Κατάργησαν και απομάκρυναν τους ορθόδοξους επισκόπους. Ο Νικόλαος, τελευταίος προκαθήμενος της Εκκλησίας της Κρήτης, άνδρας με κύρος και μόρφωση, διέφυγε στην αυλή της Νικαίας και εποίμανε τη Μητρόπολη Σμύρνης, η οποία του είχε δοθεί προεδρικώς. Απαγόρευσαν τη χειροτονία ιερέων. Όσοι Κρητικοί ήθελαν να γίνουν κληρικοί, έπρεπε να πάρουν πρώτα την άδεια των βενετικών αρχών του νησιού, με την καταβολή ενός σημαντικού χρηματικού ποσού, και έπειτα να ταξιδέψουν στην Πελοπόννησο ή στη Μ. Ασία, όπου θα έβρισκαν ορθόδοξο αρχιερέα να τους χειροτονήσει. Στέρησαν την Ορθόδοξη Εκκλησία από την περιουσία της. Τοποθέτησαν Λατίνους στη θέση των ορθόδοξων επισκόπων και όρισαν προϊσταμένους του ορθόδοξου κλήρου πρωτοπαπάδες και πρωτοψάλτες, στα μεγάλα αστικά και στα επαρχιακά κέντρα. Οι προϊστάμενοι αυτοί ήταν πρόσωπα της απόλυτης εμπιστοσύνης των Βενετών, υπάλληλοι μισθοδοτούμενοι από το κράτος στο οποίο δήλωναν υποταγή. Σκοπός των Βενετών ήταν η πλήρης αποδιοργάνωση της Εκκλησίας της Κρήτης.

Οι Κρητικοί δεν συμβιβάστηκαν ποτέ με αυτήν την πολιτική. Αντιστάθηκαν και αγωνίστηκαν αποφασιστικά κατά της βενετικής κυριαρχίας. Αλλά και το Οικουμενικό Πατριαρχείο προσπαθούσε συνεχώς, άλλοτε με παραινέσεις κι άλλοτε με απεσταλμένους κληρικούς, να ενισχύει την πίστη και να αναζωογονεί το φρόνημα του Βενετοκρατούμενου κρητικού πληθυσμού. Οι σχέσεις με τους Ρωμαιοκαθολικούς και η προσπάθεια της ένωσης των Εκκλησιών ήταν τα οξύτερα προβλήματα. Οι Κρητικοί αντιμετώπιζαν με περιφρόνηση τους εκπροσώπους της παπικής ενωτικής πολιτικής. Προσέβλεπαν με αυτοπεποίθηση στην Κωνσταντινούπολη και επέμεναν στη διατήρηση της πολιτισμικής και πολιτιστικής ταυτότητας τους. Η παρουσία τους ακόμη και στην πιο μεγάλη για τη μοίρα του Ελληνισμού στιγμή, στην πολιορκία και άλωση της βασιλεύουσας, τί άλλο θα μπορούσε να υποδηλώνει;

Αμέσως μετά την άλωση (1453) έφθασαν στην Κρήτη πολλοί πρόσφυγες Κωνσταντινουπολίτες, ευγενείς, λόγιοι και κληρικοί, τους οποίους οι βενετικές αρχές αντιμετώπισαν με ανησυχία, από φόβο μήπως υποδαυλίσουν τους απελευθερωτικούς πόθους των Κρητικών. Οι φόβοι της Βενετίας ούτε υπερβολικοί ούτε αβάσιμοι ήταν, αν κρίνει κανείς από το επαναστατικό κίνημα του Σήφη Βλαστού που ξέσπασε στο νησί λίγο μετά τη συμφορά του 1453.

Η εμμονή των Κρητικών στις θέσεις τους ανάγκασε τους Βενετούς να αμβλύνουν τη σκληρή θρησκευτική πολιτική τους, η οποία έγινε πολύ ηπιότερη τα τελευταία 150 χρόνια της κυριαρχίας τους στο νησί. Τη στάση τους αυτή την επηρέασε ασφαλώς και η τουρκική απειλή.

Παρά τη βενετική κατοχή επιβίωσαν πολλά μοναστήρια από τη δεύτερη βυζαντινή περίοδο και ιδρύθηκαν νέα, κυρίως κατά τα τελευταία 150 χρόνια της Βενετοκρατίας. Οικοδομήθηκαν και τοιχογραφήθηκαν πολλοί ναοί, άνθησε η ζωγραφική και η λογοτεχνία, καλλιεργήθηκε η βυζαντινή μουσική και γενικότερα αναπτύχθηκε η πνευματική ζωή.

Η εξέλιξη της καλλιτεχνικής παραγωγής έγινε με πολύ γρήγορους ρυθμούς από τον 13ο προς τον 14ο αιώνα. Σε τοιχογραφημένους ναούς και καθολικά μονών σώζονται ονόματα βυζαντινών αυτοκρατόρων ως αφιερωτών, από το 1291 έως το 1446, που υποδηλώνουν τη συνεχή προσήλωση των Κρητικών στην Κωνσταντινούπολη, αλλά και το ενδιαφέρον του Βυζαντίου προς την Κρήτη. Από τα μέσα του 15ου αιώνα δημιουργήθηκε μια ιδιαίτερη καλλιτεχνική παράδοση, η Κρητική Μεταβυζαντινή Σχολή, η οποία κυριάρχησε ως το τέλος της Βενετοκρατίας και επιβίωσε κάτω από σκληρές συνθήκες που επέφερε η τουρκική κατάκτηση. Στο εξής σταματούν εντελώς οι τοιχογραφίες και παράγονται μόνο φορητές εικόνες. Τα καλλιτεχνικά εργαστήρια της Κρήτης, ιδιαίτερα του Χάνδακα, οργανώθηκαν από τον 16ο αιώνα και άρχισαν να εξάγουν την παραγωγή τους σε όλο τον ορθόδοξο κόσμο. Εικόνες της Κρητικής Σχολής βρίσκονται σήμερα στα νησιά του Αιγαίου, στην Αθήνα, στη Μακεδονία, στα Επτάνησα, αλλά και στις χώρες της Βαλκανικής, στη Βενετία και στη Ρωσία. Ικανά αντιπροσωπευτικά δείγματα εκτίθενται στο Ιστορικό Μουσείο Κρήτης, στον παλαιό ναό της Αγίας Αικατερίνης Ηρακλείου Κρήτης, στη νέα Συλλογή Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών θησαυρών των Χανιών και στα Καθολικά ή τα Εκκλησιαστικά Μουσεία αρκετών Μονών. Είναι γεγονός ότι η θαυμαστή κορύφωση που γνώρισε ο κρητικός λόγος και η τέχνη στη διάρκεια της Βενετοκρατίας συντελέστηκε μέσα στα καθεστωτικά πλαίσια μιας ξένης κυριαρχίας. Είναι όμως, επίσης, γεγονός ότι το κρητικό στοιχείο, κάτω από τις συνθήκες αυτές, πέ­τυχε να αξιοποιήσει ό,τι του ήταν δυνατόν για να χαράξει καινούργιους δρόμους πνευματικής δημιουργίας, πάντοτε στο πλαίσιο της δικής του ξεχωριστής ιστορικής φυσιογνωμίας και πολιτισμικής οντότητας.
Η προσφορά της Κρήτης στα Γράμματα και στις Τέχνες κατά τους δύο τελευταίους αιώνες της Βενετοκρατίας (1453-1669) υπήρξε μοναδική. Διαπρεπείς Κρητικοί λόγιοι, κληρικοί και καλλιτέχνες έδρασαν κατά την περίοδο αυτή σε Ανατολή και Δύση και δημιούργησαν έργα διαχρονι­κά και αιώνια.
http://www.imra.gr/

Η Εκκλησία Κρήτης κατά τη Β΄ Βυζαντινή Περίοδο




ΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ προσπάθησε πολλές φορές να ανακτήσει την Κρήτη. Τελικά, το πέτυχε τον Μάρτιο του 961 ο Νικηφόρος Φωκάς, ο μετέπειτα αυτοκράτορας (963-969). Η ανάκτηση της νήσου αποτέλεσε την αφετηρία της Β' Βυζαντινής περιόδου (961-1204). Αντιμετωπίστηκε αμέσως το πρόβλημα της επαναφοράς του ποιμνίου στους κόλπους της Εκκλησίας, καθώς και ο εκχριστιανισμός των Αράβων που παρέμειναν στην Κρήτη μετά την απελευθέρωση της.
Ο Νικηφόρος Φωκάς, βαθιά θρησκευόμενος ο ίδιος, είχε από νωρίς αναγνωρίσει αυτό το πρόβλημα. Προσκάλεσε, ενώ ακόμη πολιορκούσε τον Χάνδακα, τον άγιο Αθανάσιο τον Αθωνίτη, ο οποίος τον επισκέφθηκε στο Βυζαντινό στρατόπεδο. Στη συνέχεια έστειλε μηνύματα σε διάφορα μοναστικά κέντρα, προσκαλώντας κληρικούς για να διδάξουν την ορθή πίστη, όπως ήταν ο Νίκων ο Μετανοείτε και ο Ιωάννης ο Ξένος.

Όλοι σχεδόν οι υπόλοιποι κληρικοί και ιεράρχες που έζησαν σ' αυτήν την περίοδο μας είναι γνωστοί απλώς ως ονόματα. Όμως υπάρχουν ενδείξεις ότι ο θρησκευτικός, πνευματικός και καλλιτεχνικός Βίος παρουσίασε αξιόλογη ανάπτυξη, που ήλθε σταδιακά και με την πάροδο του χρόνου. Τον 12ο αιώνα, ταυτόχρονα με την οικονομική ανάπτυξη, η Κρήτη διέθετε αναπτυγμένη θρησκευτική, πνευματική και καλλιτεχνική ζωή. Ο κρητικός λαός διαφύλαξε τη θρησκευτική αυτοσυνειδησία του.Στην εσωτερική οργάνωση της Εκκλησίας παρατηρείται η αλλαγή της έδρας και του ονόματος πολλών Επισκοπών και η σταθερή πλέον ύπαρξη δέκα Επισκοπών υποκείμενων στη Μητρόπολη Κρήτης. Η διαδικασία των αλλαγών αυτών πρέπει να ξεκίνησε κατά την περίοδο της Αραβοκρατίας και να οριστικοποιήθηκε μετά το 961. Έδρα της Μητρόπολης ήταν αρχικά και πάλι η Γόρτυνα, αλλά σύντομα μετακινήθηκε στον Χάνδακα (σημερινό Ηράκλειο), όπου παραμένει από τότε. Η αλλαγή της έδρας μιας Επισκοπής είχε ως αιτία την παρακμή του οικισμού, στον οποίο μέχρι τότε έδρευε, οπότε η μετακίνηση συνοδευόταν συχνά και από αλλαγή του ονόματος. Κατά την περίοδο αυτή δεν υπάρχουν πια οι Επισκοπές Ηρα­κλείου, Φοίνικος και Κανδάνου.

Η Επισκοπή Κνωσού διατήρησε το όνομα της, αλλά η έδρα της ήταν μάλλον ο «Βούργος» (προάστια) του Χάνδακα. Οι Επισκοπές Κισάμου, Χερσονήσου, Σητείας, Ιεράπετρας και Αρκαδίας διατήρησαν το όνομα τους, αλλά οι έδρες τους μεταφέρθηκαν σε χωριά που πήραν αργότερα το όνομα Επισκοπή. Αντίθετα, η Κυδωνίας άλλαξε το όνομα της σε Αγιάς με έδρα το ομώνυμο χωριό. Στην τωρινή περιφέρεια της Μητροπόλεως Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου, η Επισκοπή Λάμπης (Λάππας) άλλαξε το όνομα της σε Καλαμώνος, αφού μετακινήθηκε στο ομώνυμο χωριό Καλαμών(;), που ονομάστηκε Μεγάλη Επισκοπή και σήμερα Επισκοπή, η Συβρίτου σε Αγρίου, στην τοποθεσία που είναι γνωστή ως Βιράν Επισκοπή και η Ελευθέρνης σε Αυλοποτάμου (ή Μυλοποτάμου), με έδρα το ομώνυμο χωριό που σήμερα είναι γνωστό ως Επισκοπή.

Γενικά, η επιστροφή της Κρήτης στο Βυζάντιο έφερε έναν καινούργιο άνεμο ακμής και πολιτιστικής ανάτασης, παρά τον βραδύ ρυθμό της ενσωμάτωσής της στην ιεραρχία των Εκκλησιών του Πατριαρχείου. Η χαρακτηριστική επιτυχία όλων των προσπαθειών δεν ήταν άσχετη με τη θέση της νήσου μεταξύ Ανατολής και Δύσης, η οποία ευνόησε την οικονομική ανάπτυξη και την κοινωνική πρόοδο του λαού της και διευκόλυνε την εκκλησιαστική της αναδιοργάνωση. Οι αλλαγές έγιναν αισθητές σε όλους τους τομείς, στη θρησκευτική ζωή, στην οικοδόμηση ναών, στην τέχνη, στα μοναστηριακά ιδρύματα, όπως η μονή Μυριοκεφάλων, η Αγία Αικατερίνη του Σινά και το μοναστηριακό συγκρότημα στα Λατζιανά. Από τον 12ο αιώνα, η Κρήτη έχει θαυμάσιους τοιχογραφημένους ναούς. Κρητικοί καλλιτέχνες φαίνεται πως μπόρεσαν πολύ γρήγορα να ακολουθήσουν τις καλλιτεχνικές τάσεις του Βυζαντίου.


Ο διασημότερος από τους κληρικούς που ήλθαν και έδρασαν στην Κρήτη ήταν ο όσιος Νίκων ο Μετανοείτε, που έμεινε στο νησί και δίδαξε επτά ολόκληρα χρόνια. Γεννήθηκε στον Πόντο μεταξύ 920 και 925 και πέθανε στη Σπάρτη περ. το 998. Ήταν μοναχός και ιεραπόστολος, αναμορφωτής του μοναχικού βίου κυρίως στην Κρήτη και την Πελοπόννησο, και εξέχουσα πνευματική μορφή στον Ελλαδικό χώρο κατά το β' μισό του 10ου αιώνα.Για το πολύπλευρο ιεραποστολι­κό έργο του, η Ορθόδοξη Εκκλησία τον ανακήρυξε όσιο (26 Νοεμβρίου).




Η δεύτερη μεγάλη προσωπικότητα του μοναστικού βίου, που έδρασε στο τέλος του 10ου και στις αρχές του 11ου αιώνα στην Κρήτη, ήταν ο Ιωάννης ο Ξένος, από το χωριό Σίβα Πυργιώτισσας Ηρακλείου. Κινήθηκε στις περιοχές Ρεθύμνου και Χανίων, σε αντίθεση με τον Νίκωνα, που έδρασε περισσότερο στην κεντρική και ανατολική Κρήτη. Το έργο του δεν αφορούσε στην ιεραποστολή, αλλά στην ίδρυση μοναστηριών και ναών. Ο Ξένος ίδρυσε το σπουδαίο μοναστήρι των Μυριοκεφάλων στην επαρχία Ρεθύμνου, καθώς και διάφορα μετόχια της μονής, την οποία προίκισε με σημαντικά περιουσιακά στοιχεία. Για τη σπουδαία προσφορά του, η Ορθόδοξη Εκκλησία τον ανακήρυ­ξε όσιο (20 Σεπτεμβρίου).

http://www.imra.gr/

Η Εκκλησία Κρήτης υπό τους Άραβες




Ομαλή ιστορική πορεία της Βυζαντινής Κρήτης και η οικονομική ακμή της Μεγαλο­νήσου δοκιμάστηκαν κατά την περίοδο της Αραβοκρατίας (824-961). Δυστυχώς όμως δεν γνωρίζουμε ούτε την έκταση ούτε τον Βαθμό της δοκι-μασίας αυτής.



http://www.imra.gr

Η Εκκλησία Κρήτης κατά την Α' Βυζαντινή Περίοδο



Τόσο κατά την πρώιμη Βυζαντινή περίοδο (325- 535) όσο και κατά την περίοδο της υπαγωγής της Μεγαλονήσου στην πνευματική εποπτεία του παπικού θρόνου (535-732), η Εκκλησία Κρήτης συμμετείχε ενεργά σε όλα τα μεγάλα πρoβλήματα της Εκκλησίας, όπως φαίνεται από την εκπροσώπηση της Μητρόπολης Κρήτης στις Οικουμενικές Συνόδους (Γ', Δ', Ε', ΣΤ' και Ζ'). Από την εκπροσώπηση αυτήν προκύπτει ότι ήδη από τα μέσα του 5ου αιώνα η Εκκλησία Κρήτης είχε σχεδόν πλήρη ανάπτυξη. Είχε ένα σύνολο εννέα Επισκοπών (Χερρονήσου, Κνωσού, Λάμπης (Λάππας), Ελευθερνών, Καντάνου, Ιεράπυδνας Σουβρίτου (Συβρίτου), Κυδωνιάς, Κισάμου), υποκείμενων στην Αρχιεπισκοπή Γορτύνης.

Από τα πρακτικά των Συνόδων φαίνεται επίσης ότι η ιεραρχική θέση της Εκκλησίας Κρήτης δεν παρέμενε σταθερή, ήταν όμως πάντοτε σημαντική. Έτσι ο αρχιεπίσκοπος Κρήτης, όπως ονομαζόταν πλέον ο προκαθήμενος της Εκκλησίας της Μεγαλονήσου, υπογράφει αρχικά ανάμεσα στην 39η και 48η και αργότερα ανάμεσα στην 9η και 14η θέση.

Οι δεσμοί ανάμεσα στην Κωνσταντινούπολη και στην Κρήτη, παρά την επίσημη εξάρτηση της τελευταίας από τη Ρώμη, ήταν στενοί. Η σχέση αυτή φαίνεται καθαρά στην περίπτωση του Ανδρέα του Ιεροσολυμίτη, του διασημότερου ιεράρχου της Κρήτης. Η εκλογή του στην Κωνσταντινούπολη περί το 710 ή 711, ως προκαθημένου μιας Εκκλησίας που τυπικά ανήκε στη Ρώμη, δείχνει πως ή από την εποχή αυτήν η Κρήτη βρισκόταν ως ένα βαθμό υπό τη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου.
Επί Λέοντος του Γ' (717-741) η Εκκλησία Κρήτης περιήλθε οριστικά στη δικαιοδοσία της Ανατολικής Εκκλησίας (732/733). Αυτήν την πράξη επηρέασε αναμφισβήτητα η εικονομαχία (726-843), που συγκλόνισε για έναν περίπου αιώνα το Βυζάντιο. Επί Κωνσταντίνου του Ε' (741-775) έγιναν οι σκληρότερες διώξεις των προασπιστών της τιμής των ιερών εικόνων όχι μόνο στην πρωτεύουσα αλλά και στις επαρχίες. Η Κρήτη δεν έμεινε αμέτοχη και σ' αυτόν τον αγώνα. Κάποιος προασπιστής των εικόνων μοναχός Παύλος εκτελέστηκε πριν από το 767 από τον διοικητή της Κρήτης Θεοφάνη Λαρδότυρο. Κι άλλοι όμως Κρητικοί, προασπιστές των εικόνων, υπέστησαν διώξεις ή μαρτύρησαν έξω από το νησί. Ο γνωστότερος ήταν ο Αγιος Ανδρέας «ο εν τη Κρίσει», ο οποίος μαρτύρησε το 767 στην Κωνσταντινούπολη. Κατά τη δεύτερη περίοδο της εικονομαχίας ένας από τους σημαντικότερους υπερασπιστές των εικόνων υπήρξε ο Νικόλαος ο Στουδίτης, του οποίου γενέτειρα ήταν η Κυδωνία.

Συνολικά η Α' Βυζαντινή περίοδος (330-824) συνιστά μια λαμπρή εποχή στην Εκκλησία Κρήτης. Από τον 5ο έως το πρώτο μισό του 7ου αιώνα επικράτησε ειρήνη στο νησί. Εμφανίστηκαν ηγετικές εκκλησιαστικές μορφές, άγιοι, άνθρωποι των γραμμάτων, χτίστηκαν ναοί και θριάμβευσε ο Χριστιανισμός. Μελανά σημεία υπήρξαν η κρίση της εικονομαχίας και οι πειρατικές επιδρομές.



Ανδρέας ο Ιεροσολυμίτης: Μόνασε στον Πανάγιο Τάφο. Απέκτησε μεγάλη μόρφωση και αναδείχθηκε «νοτάριος» του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων. Το 685 πήγε στην Κωνσταντινούπολη και χειροτονήθηκε διάκονος. Στις αρχές του 8ου αιώνα εκλέχθηκε αρχιεπίσκοπος Γορτόνης (Κρήτης). Διακρίθηκε ως εκκλησιαστικός ποιητής και υμνογράφος της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Θεωρείται εισηγητής του ποιητικού είδους του «κανόνα». Σπουδαιότερο έργο του είναι ο Μέγας Κανών, που αποτελείται από 250 τροπάρια. Ανακηρύχθηκε άγιος και η μνήμη του εορτάζεται στις 4 Ιουλίου.









Ο Άγιος Ανδρέας «ο εν τη Κρίσει»:μοναχός από την Κρήτη. Στα χρόνια του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ε' είχε εγκατασταθεί στη Κωνσταντινούπολη. Εκεί τόλμησε να αποδοκιμάσει τον αυτοκράτορα μέσα στον ναό του Αγίου Μάμαντα για την εικονοκλαστική πολιτική του. Για την πράξη του αυτή βασανίστηκε και διαπομπεύτηκε με οικτρό τρόπο που κατέληξε στον θάνατό του. Ανακηρύχθηκε άγιος και η μνήμη του εορτάζεται στις 17 Οκτωβρίου.



http://www.imra.gr

Η Εκκλησία Κρήτης υπό τους Ρωμαίους ΣΥΝΟΠΤΙΚΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ





Η ιστορία της Εκκλησίας Κρήτης ακολούθησε τις πολιτικές τύχες της Μεγαλονήσου.


33-330: Ρωμαϊκή κατοχή Πρωτοχριστιανική περίοδος

330-824: Α' Βυζαντινή περίοδος

824-961: Αραβοκρατία

961-1204:
Β' Βυζαντινή περίοδος

1204-1669: Βενετοκρατία

1669-1898: Τουρκοκρατία

1898-1913:
Αυτόνομη Κρητική Πολιτεία

1913: Ένωση με την Ελλάδα, ημιαυτόνομη Εκκλησία, εξαρτώμενη από το Οικουμενικό Πατριαρχείο


Απόστολος Τίτος,
πρώτος επίσκοπος Κρήτης.


Ο Άγιος Κύριλλος


Ο Άγιος Θεόφιλος


Οι Ρωμαίοι, παρά την εμμονή τους στην ειδωλολατρική θρησκεία, δεν μπόρεσαν να μειώσουν το έντονο θρησκευτικό συναίσθημα των κατοίκων της Κρήτης. Η εμφάνιση του Χριστιανισμού στα μέσα του 1ου αιώνα υπήρξε ευτυχής συγκυρία. Τους πρώτους χριστιανικούς πυρήνες απο­τέλεσαν Εβραίοι της Κρήτης, που παραβρέθηκαν, όπως αναφέρεται στις Πράξεις των Αποστόλων (β', 11), στα Ιεροσόλυμα κατά την Πεντηκοστή, το 33, και πίστεψαν στον Χριστιανισμό.
Η πρώτη όμως ιεραποστολική διδασκαλία του Χριστιανισμού στην Κρήτη συνδέεται με τον απόστολο Παύλο και, κυρίως, με τον μαθητή και συνεργάτη του απόστολο Τίτο, γι' αυτό εξάλλου και η Εκκλησία Κρήτης θεωρείται ως μία από τις παλαιότερες αποστολικές εκκλησίες 

Ο χρόνος ίδρυσης της πρώτης Εκκλησίας στην Κρήτη από τον απόστολο Παύλο εντάσσεται πιθανότατα στην περίοδο που ακολουθεί τα πρώτα δεσμά του στη Ρώμη (62-63). Στα χρόνια αυτά τοποθετούν οι περισσότεροι ιστορικοί -ερευνητές τη μικρή παραμονή του στην Κρήτη. Οι λεπτομέρειες της δράσης του μας είναι εντελώς άγνωστες. Ουσιαστικά η μόνη γνωστή πηγή πληροφοριών είναι η Προς Τίτον επιστολή του. Από το εδάφιο «Τούτου χάριν κατέλιπόν σε εν Κρήτη, ίνα τα λείποντα επιδιόρθωση, και καταστήσης κατά πόλιν πρεσβυτέρους, ως εγώ σοι διεταξαμην» (Προς Τίτον α', 5), φαίνεται ότι ο Παύλος αναγκάστηκε λόγω άλλων υποχρεώσεων να φύγει από την Κρήτη πριν ολοκληρώσει το έργο του, το οποίο ανέθεσε στον Τίτο για να το φέρει σε πέρας. Διαφαίνεται, επίσης, ο σκοπός για τον οποίο τοποθετήθηκε ο πιστός μαθητής του Παύλου Τίτος ως πρώτος ποιμενάρχης στην Κρήτη. Η συνεχής παρουσία και η δραστηριότητα του στη Μεγαλόνησο ήταν αναγκαία όχι μόνο για την επίλυση των οργανωτικών ζητημάτων, αλλά και για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που προέκυπταν ανάμεσα στις πρώτες χριστιανικές κοινότητες από ψευδοδιδασκαλίες ή από ιδιοτελείς ανθρώπους
Η δράση του αποστόλου Τίτου, πρώτου ουσιαστικά ιδρυτού και (αρχι)επισκόπου της Εκκλησίας Κρήτης, μας είναι περισσότερο γνωστή από τη μεταγενέστερη συναξαριακή παράδοση. Συνεχής μεριμνά του υπήρξε η συστηματική διοικητική οργάνωση της νεοσύστατης Εκκλησίας και η ηθικοθρησκευτική ανάπτυξη της τοπικής χριστιανικής κοινωνίας. Το έργο αυτό άρχισε από τη Γόρτυνα, διοικητική πρωτεύουσα, τότε, της Κρήτης και αμέσως μετά Μητρόπολη εκκλησιαστική. Με τον τρόπο αυτόν θεμελίωσε την Εκκλησία Κρήτης πάνω σε γερά θεμέλια και εξασφάλισε την περαιτέρω πορεία της. Ο θάνατος του χρονολογείται με πολλές επιφυλάξεις γύρω στο 105. Η μνήμη και η τιμή στα πρόσωπα των δύο αποστόλων Παύλου και Τίτου παραμένει ζωηρή εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια χάρη στην Ορθόδοξη χριστιανική πίστη του Κρητικού λαού. 
Οι άμεσοι διάδοχοι του Τίτου παραμένουν ακόμη άγνωστοι. Στα τέλη του 2ου αιώνα αναφέρονται δύο δραστήριοι επίσκοποι, ο Γορτύνης Φίλιππος και ο Κνωσού Πινυτός, οι οποίοι υπεράσπισαν και προστάτευσαν τον Χριστιανισμό από τις τότε αιρέσεις (τον γνωστικισμό, τον μαρκιωνιτισμό κ.ά.). Η Κρήτη, λόγω της γεωγραφικής της θέσης στη Μεσόγειο, αποτελούσε αναγκαίο σταθμό στη ναυσιπλοΐα μεταξύ Ανατολής και Δύσης και συμμετείχε στη διακίνηση των ιδεών. Από την αλληλογραφία των δύο επισκόπων με τον πολύ γνωστό επίσκοπο Κορίνθου Διονύσιο φαίνεται η αγωνία των πρώτων, αλλά και του τελευταίου, για την ορθή και γόνιμη πορεία της Εκκλησίας Κρήτης.

Ο αυτοκράτορας Δέκιος εξαπέλυσε στο τέλος του 249 μεγάλο διωγμό κατά των Χριστιανών. Στην Κρήτη θύματα του υπήρξαν οι άγιοι Δέκα (23 Δεκεμβρίου), οι πρώτοι γνωστοί μάρτυρες της Κρητικής Εκκλησίας, των οποίων η τιμή και μνήμη είχε εξαπλωθεί στο νησί από πολύ νωρίς. Τα ονόματα τους, όπως τα διασώζει η παράδοση, μαζί με τις πόλεις καταγωγής τους, είναι: Θεόδουλος, Σατορνίλος, Εύπορος, Γελάσιος και Ευνικιανός από τη Γόρτυνα, Πόμπιος από τη Λεβήνα, Αγαθόπους από το Πάνορμο Μυλοποτάμου, Βασιλείδης από την Κυδωνία, Ζωτικός από την Κνωσό και Ευάρεστος από το Ηράκλειο. Οι πόλεις καταγωγής τους έχουν θεωρηθεί ως ενδεικτικές περιοχές της εξάπλωσης του Χριστιανισμού στην Κρήτη στα μέσα του 3ου αιώνα. Τα πρώτα χρόνια του 4ου αιώνα, στη διάρκεια του διωγμού του Διοκλητιανού, μαρτύρησε ο επίσκοπος Γορτύνης Κύριλλος (9 Ιουλίου 304). Ως μάρτυρας επίσης αναφέρεται κάποιος επίσκοπος Κρήτης Πέτρος ο Νέος (16 Ιουλίου), πιθανόν της ίδιας εποχής, ενώ είναι άγνωστο πότε μαρτύρησαν ο κρητικός άγιος Θεόφιλος «και οι συν αυτω» (31 Μαρτίου), καθώς και οι Δώδεκα μάρτυρες στρατιώτες από την Κρήτη (12 Αυγούστου). 
Η παύση των διωγμών και η αναγνώριση του Χριστιανισμού ως ελεύθερης θρησκείας επί της εποχής του Μεγάλου Κωνσταντίνου (306-337) άνοιξε μια καινούργια εποχή οχι μόνο για τη νέα θρησκεία, αλλά για ολόκληρο το ρωμαϊκό κράτος και την οικουμένη. Στα μέσα του 4ου αιώνα στην Κρήτη υπήρχαν τουλάχιστον έξι Επισκοπές, συμπεριλαβανομένης και της Επισκοπής Γορτύνης. Αυτή η κοσμοϊστορική αλλαγή συμπληρώθηκε επί της εποχής του Μεγάλου Θεοδοσίου (379-395), με την καθιέρωση του Χριστιανισμού, το 380, ως επίσημης θρησκείας του κράτους και την ουσιαστική απαγόρευση της ειδωλολατρίας. Όμως η ίδια εποχή -ο 4ος αιώνας- αποτελεί το ξεκίνημα μιας μεγάλης περιόδου εντονότατων και αποφασιστικής σημασίας αγώνων κατά των αιρέσεων. Μέσα από τους αγώνες αυτό και με μια μακρότατη διαδικασία, ο Χριστιανισμός διαμόρφωσε τελικά το δόγμα και την οριστική φυσιογνωμία του.

Από την πρώιμη Βυζαντινή περίοδο (325-535) ο Χριστιανισμός επικράτησε στην Κρήτη, όπως φαίνεται και από τον κατάλογο των 22 Επισκοπών, οι οποίες αναγράφονται στο νέκδημον του Ιεροκλέους (Πολιτική Γεωγραφία του Ιεροκλέους του Γραμματικού, 528-535). Ο αριθμός αυτός των Επισκοπών δεν είναι υπερβολικά μεγάλος, γιατί στην αρχαία εκκλησιαστική παράδοση κάθε τοπική Εκκλησία αποτελούσε ιδιαίτερη Επισκοπή μαζί με τους οικισμούς της περιοχής. 

Κατά την εισαγωγή του μητροπολιτικού διοικητικού στήματος από την Α' Οικουμενική Σύνοδο (325), η Εκκλησία Κρήτης οργανώθηκε σε ιδιαίτερη Μητρόπολη, με Μητροπολίτη τον επίσκοπο Γορτύνης, στον οποίο υπήχθησαν όλοι οι επίσκοποι των τοπικών Εκκλησιών της Μεγάλονήσου. Μέχρι τον 4ο αιώνα η Εκκλησία Κρήτης, όπως όλες οι κατά τόπους χριστιανικές Εκκλησίες, ήταν αυτοκέφαλη. Ο 5ος αιώνας υπήρξε για την Κρήτη ο αιώνας του πλήρους θριάμβου του Χριστιανισμού σε ολόκληρο τον πληθυσμό Απτό παράδειγμα αυτού του γεγονότος αποτελούν οι χριστιανικές βασιλικές που χτίστηκαν από τη μιαν άκρη του νησιού ως την άλλη κατά τη διάρκεια του αιώνα αυτού και του επόμενου. Μετά την εξέλιξη της εκκλησιαστικής διοργάνωσης, η Εκκλησία Κρήτης ακολούθησε τις τύχες της «διοίκησης» του Ανατολικού Ιλλυρικού, το οποίο διεκδικούσαν οι Εκκλησίες της Ρώμης και της Κωνσταντινουπόλεως. Τελικά, το Ανατολικό Ιλλυρικό και η Εκκλησία Κρήτης παρέμειναν εκκλησιαστικώς ανεξάρτητα τμήματα μεταξύ των δύο κέντρων μέχρι το 535, οπότε εντάχθηκαν στην πνευματική εποπτεία του παπικού θρόνου με διάταγμα του Ιουστιανιανού Α' (527-565) μέχρι το 732.


Ο μεγαλοπρεπής ναός του Αγίου Τίτου στη Γόρτυνα, το ιερότερο μνημείο της Χριστιανοσύνης στην Κρήτη.
Είναι μια τρίκλίτη βασιλική με τρούλο. Αυτήν την μορφή πήρε τον 6ο και 7ο αιώνα. Είναι χτισμένος κατά το οικοδομικό σύστημα με μεγάλους πελεκητούς πωρόλιθους. Τα τρία κλίτη στεγάζονταν με λιθόχτιστες καμάρες σε σταυροειδή διάταξη. Στο σημείο τομής των καμαρών υψωνόταν ο χαμηλός λιθόχτιστος τρούλος, τον οποίο στήριζαν ογκώδεις πεσσοί.

http://www.imra.gr

Μετά την Ένωση






                                                  Νέα εκκλησιαστική κρίση δημιουργήθηκε με το Νόμο 5621/1932                                                      της Ελληνικής Δημοκρατίας, που περιόριζε τις Επισκοπές Κρήτης                                                      σε 4, μία σε κάθε νομό, με τα ονόματα: Μητρόπολις Ηρακλείου,                                                        Επισκοπή Ρεθύμνης, Επισκοπή Χανίων, Επισκοπή Νεαπόλεως. Ο                                                      νόμος αυτός, που δημιούργησε οξύτατες προσωπικές αντιθέσεις μεταξύ των αρχιερέων της νήσου, δεν εφαρμό­στηκε ποτέ. Καταργήθηκε με τον Αναγκαστικό Νόμο 2125 της 24 Οκτωβρίου 1935 και επανήλθε σε ισχύ ο Νόμος 276 της Κρητικής Πολιτείας, τον οποίο αντικατέ­στησε αργότερα ο Νόμος 4149/1961 «Περί Καταστατικού Χάρτου της εν Κρήτη Ορθοδόξου Εκκλησίας». Η Επισκοπή Αρκαδίας, της οποίας η έδρα είχε μεταφερθεί ήδη από το 1946 στις Μοίρες Καινουρίου, μετονομάστηκε σε Επισκοπή Γορτύνης.
Ο νέος καταστατικός χάρτης της Εκκλησίας Κρήτης είναι προσαρμοσμένος στις σύγχρονες απαιτήσεις. Καθορίζεται με σαφήνεια η σχέση της Εκκλησίας Κρήτης με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Ρυθμίζονται θέματα λειτουργίας της Επαρχιακής Συνόδου, οργανωτικά, οικονομικά κ.ά. 
Το 1962, με την πράξη 812 του Οικουμενικού Πα­τριαρχείου, όλοι οι Επίσκοποι της Κρήτης έλαβαν τον τίτλο του Μητροπολίτη, ενώ αργότερα, με την πράξη 283 της 28 Φεβρουαρίου 1967 του Οικουμενικού Πατριαρχείου, η Μητρόπολη Κρήτης ανακηρύχθηκε σε Αρχιεπισκοπή και ο Μητροπολίτης σε Αρχιεπίσκοπο Κρήτης.


Σύμφωνα με τον νέο Καταστατικό Χάρτη, η διοίκηση της Εκκλησίας Κρήτης ασκείται από την Επαρχιακή Σύνοδο, η οποία είν είναι το ανώτατο τοπικό όργανο και ασκεί εποπτεία σε όλους τους τομείς του εκκλησιαστικού Βίου των Μητροπόλεων, αναφέρεται όμως στο Οικουμενικό Πατριαρχείο ως ημιαυτόνομη Εκκλησία.
Όλοι οι ιεράρχες είναι μορφω -μένοι. Οι περισσότεροι κληρικοί είναι απόφοιτοι Εκκλησιαστικών Λυκείων ή Ανωτέρων Εκκλησια-στικών Σχολών ή Θεολογικών Σχολών. Υπάρχει αξιόλογος μοναχικός βίος, μονές ανδρικές και γυναικείες. Ευσεβής λαός, προ-σηλωμένος στη Μητέρα Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία.
Εκδίδονται περιοδικά και βιβλία. Λειτουργούν ραδιοφωνικοί σταθμοί. Επιτελείται σοβαρό κοινωνικό έργο. Συγκαλούνται διάφορα συνέδρια. Λειτουργεί επίσης Εκκλησιαστικό Γυμνάσιο και Λύκειο, Ανώτερη --- Εκκλησια-στική Σχολή και η Ορθόδοξη Ακαδημία Κρήτης.

http://www.imra.gr

Κρητική Πολιτεία









Ελευθέριος Βενιζέλος.
Ελαιογραφία
 από το Δημαρχείο Ρεθύμνου



Μετά την κατάλυση της Οθωμανικής κυριαρχίας και την ανακήρυξη της Κρητικής Αυτονομίας (1898-1913), τα ζητήματα της Εκκλησίας Κρήτης αντιμετώπισε η Κρητική Πολιτεία. Ο τελευταίος μητροπολίτης της περιόδου της Τουρκοκρατίας ήταν ο Τιμόθεος Καστρινογιαννάκης (1870 -1898). Μετά τον θάνατο του, το Οικουμενικό Πατριαρχείο εξέλεξε νέο μητροπολίτη Κρήτης τον επίσκοπο Λάμπης και Σφακίων Ευμένιο Ξηρουδάκη, αλλά η επαναστατική κυβέρνηση αρνήθηκε να τον αναγνωρίσει. Έτσι δημιουργήθηκε το λεγόμενο μητροπολιτικό ζήτημα, το οποίο ρυθμίστηκε με το Νόμο 276/1900 της Κρητικής Πολιτείας.
Ο Ευμένιος ενθρονίστηκε ως κανονικός μητροπολίτης (14 Μάιου 1900) και το θέμα έληξε. Στη διευθέτηση αυτή προσέφεραν τις καλές υπηρεσίες τους ο διαπρεπής Επτανήσιος νομομαθής Ιωάννης Σκαλτσούνης και ο επί της Δικαιοσύνης σύμβουλος (υπουργός) Ελευθέριος Βενιζέλος. Σύμφωνα με τον ίδιο νόμο, οι Μονές, που υπερέβαιναν τότε τις 50, περιορίστηκαν στις μισές. Οι υπόλοιπες κρίθηκαν διαλυτέες, εφόσον ο αριθμός των μοναχών περιοριζόταν κάτω των έξι, ήταν διαλυμένες αμέσως. Εάν είχε τελεσίδικη ισχύ η εφαρμογή του παραπάνω νόμου θα διασώζονταν τότε μόλις εννιά Μονές σε ολόκληρη την Κρήτη. Αλλά με βάση νεότερο νόμο της Κρητικής Πολιτείας, τον 553 της 17 Ιουλίου 1903, ανασυστάθηκαν ως αυτοτελείς όλες οι Μονές που είχαν τουλάχιστον έξι μοναχούς
και ως παραρτήματα τους όσες είχαν λιγότερους. Με τον νόμο 276/1900 ρυθμίστηκαν και άλλα ζητήματα, κυρίως επισκοπικά. Καταργήθηκε οριστικά η Επισκοπή Χερρονήσου και προστέθηκε στην επισκοπική περιφέρεια της Μητροπόλεως. Η Επισκοπή Αρκαδίας μετατέθηκε στην περιοχή της Μεσαράς, με έδρα τους Αγίους Δέκα, ενώ η επαρχία Βιάννου προσαρτήθηκε στην Επισκοπή Πέτρας.

Η Διοικητική οργάνωση της Εκκλησίας της Κρήτης διατήρησε τον τύπο του μητροπολιτικού συστήματος. Ο Καταστατικός Χάρτης, που όριζε τα πλαίσια της σχετικής αυτονομίας, έγινε δεκτός από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και από τον Ύπατο Αρμοστή της νήσου. Ο μητροπολίτης και οι επίσκοποι συγκροτούσαν την Επαρχιακή Σύνοδο, που συνερχόταν τακτικώς μία φορά τον χρόνο και εκτάκτως όταν υπήρχε σοβαρή ανάγκη. Στις συνεδρίες συμμετείχε χωρίς δικαίωμα ψήφου κυβερνητικός επίτροπος. Οι Επίσκοποι Κρήτης εκλέγονταν από την Επαρχιακή Σύνοδο, η οποία εξέλεγε και τους τρεις υποψήφιους για τον μητροπολιτικό θρόνο, από τους οποίους το Οικουμενικό Πατριαρχείο επέλεγε τον έναν ως μητροπολίτη.
Ο Καταστατικός Χάρτης εξακολούθησε να ισχύει και μετά την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα (Ί913) και υπήρξε η βάση του ημιαυτόνομου διοικητικού καθεστώτος της Εκκλησίας Κρήτης.
Η τελευταία σελίδα του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας Κρήτης (1900), με τις υπογραφές των Αρχιερέων της                          Μεγαλονήσου και του Ηγεμονικού Κυβερνητικού Επιτρόπου Διονύσιος Καστρινογιαννάκης.
Ελαιογραφία 
από την Ιερά Μονή Αρσανίου. Βενιζέλου. 
 Από τον Κώδικα της Ιεράς Επ. Συνόδου.


http://www.imra.gr/

Το Ευαγγέλιο της Κυριακής 9 Σεπτεμβρίου 2018. Ημέρα Κυριακής προ της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού και Μνήμη των Δικαίων Θεοπατόρων Ιωακείμ και Άννης. Κατά Ιωάννη Άγιο Ευαγγέλιο, Κεφάλαιο Γ'(3) 13-17

                                        Eἶπεν ὁ Κύριος· οὐδεὶς ἀναβέβηκεν εἰς τὸν οὐρανὸν εἰ μὴ ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς, ὁ υἱὸς ...